Αυτά να λέγης αφορμήν δεν έχεις.
Έλα, έλα·
σεις όλαις εικονίσματα είσθ' έξω απ' το σπίτι,
πλην μέσα αγριόγατοι, κ' η γλώσσα σας καμπάνα·
όταν πειράζετ' άγιοι, διαβόλοι αν σας πειράζουν,
και ακαμάτραις 'ς την δουλειάν, δουλεύτραις 'ς το κρεββάτι.
Ω! Εντροπή, κακόγλωσσε.
Αν σε γελώ τουρκεύω!
'ς τον ύπνον σας δουλεύετε, και παίζετε 'ς τον ξύπνον.
Δεν σ' έβαλα εγκώμιον να γράψης.
Μη με βάλης.
Τι θάγραφες, εγκώμιον αν είχες να μου κάμης;
Παρακαλώ, Κυρία μου, μη μου ζητής επαίνους,
και δεν αξίζω τίποτε εάν δεν ψεγαδιάζω.
Εμπρός. Δοκίμασε. – Κανείς επήγε 'ς τον λιμένα;
Επήγε· ναι, Κυρία μου.
Διάθεσιν δεν έχω·
τον εαυτόν μου απατώ την εύθυμην αν κάμω.
Ας ήναι. – Λέγε μας λοιπόν· πώς θα μ' εγκωμιάσης;
Κοντεύω. Αλλ' η έμπνευσις 'βγαίνει απ' το καύκαλόν μου,
καθώς εβγαίνει ο ιξός απ' την προβιάν που πιάση·
μου ξεκολνά και τα μυαλά και κάθε τι. Εν τούτοις
η Μούσα μου κοιλοπονά. Να το ξεγέννημά της:
Η κάτασπρη και γνωστική έχει ευμορφιάν και γνώσιν·
το ένα είναι χρήσιμον το άλλο κάμνει χρήσιν.
Καλόν εγκώμιον αυτό. Κ' η γνωστική και μαύρη;
Αν ήναι μαύρη κ' έχη νουν, κ' εκείνη δίχως άλλο
θα εύρη την μαυρίλαν της με άσπρον να ταιριάξη.
Κακά τα πηγαίνομεν.
Και η κουτή και ωραία;
Ποτέ κουτή δεν ημπορεί να ήναι η ωραία,
αφού κ' η κουταμάδα της θα φέρη κληρονόμον.
Αυτά είναι παραδοξολογίαις να ταις ακούουν οι
βλάκες εις το καπηλειόν και να γελούν. Και τι κακορρίζικον
εγκώμιον έχεις να ειπής δι' εκείνην, η οποία είναι
και κουτή και άσχημη;
Κουτή γυναίκα κι' άσχημη δεν έχει, που δεν κάμνει
τα ίδια τα καμώματα με ξυπνηταίς κι' ωραίαις.
Ω, τι χονδρή αμάθεια! Το καλλίτερόν σου εγκώμιον
είναι διά την χειροτέραν γυναίκα! Και τι θα έλεγες δι'
εκείνην, η οποία πραγματικώς αξίζει, και δεν έχει να
φοβηθή ούτε την κακογλωσσιάν;
Εκείνη που είν' εύμορφη και όμως δεν το 'ξεύρει,
που έχει γλώσσαν και φωνήν και όμως δεν φωνάζει,
που δεν της λείπουν χρήματα αλλά δεν τα σκορπίζει,
που λέγ' είν' εις το χέρι μου και όμως δεν το κάμνει,
που αν και την επείραξαν δεν τιμωρεί, κι' αφίνει
να