Δεν το πιστεύω απ' αυτήν· είναι τόσον καθώς πρέπει
νέα.
Κολοκύθια καθώς πρέπει! Το κρασί οπού πίνει είναι
καμωμένον από σταφύλι. Αν ήτο τόσον καθώς πρέπει
δεν θα έκαμνε την αγάπην με τον Μαύρον. Καθώς
πρέπει, λέγει! Δεν την είδες πώς έπαιζε με το χέρι του
Κασίου; Την παρετήρησες;
Την είδα· και τι μ' αυτό; Ήτον απλή ευγένεια.
Αν δεν ήτο λαγνεία, να μου κόπτης το χέρι. Ήτον
ο κρυφός πρόλογος, η αρχή των αισχρών στοχασμών
και της ασελγείας. Τα στόματά των εσίμωσαν τόσον,
ώστε ανεκατώθησαν αι αναπνοαί των. Σιχαμένοι
στοχασμοί, Ροδερίκε! Όταν αυτά τα ξεθαρρεύματα ανοίξουν
μίαν φοράν τον δρόμον, δεν αργεί να έλθη και η κυρία
υπόθεσις, το συσσωματωμένον συμπέρασμα. Πιςτ! Αλλά
κάμε ό,τι σου λέγω εγώ· εγώ οπού σ' έφερα εδώ από
την Βενετίαν. Απόψε να έλθης εις την φρουράν το
σύνθημά σου το δίδω εγώ· ο Κάσιος δεν σε γνωρίζει·
εγώ θα ήμαι κοντά σου· κύτταξε να εύρης αφορμήν να
τον θυμώσης· είτε φώναζε δυνατά, είτε απείθησε εις την
διαταγήν του, είτε όπως η περίστασις το φέρει.
Καλά.
Ο Κάσιος είναι αψύς και οξύθυμος. Ίσως σε κτυπήση.
Κύτταξε να τον θυμώσης, ώστε να σε κτυπήση. Από
το κτύπημα τούτο εγώ θα κάμω να σηκωθή η Κύπρος
εις το ποδάρι, και να μην έχη ησυχίαν ενόσω δεν τον
πετάξουν απ' εδώ τον Κάσιον. Και τότε θα σου εύρω
τρόπον να συντομεύσης τον δρόμον του πόθου σου, φθάνει
να έβγη από την μέσην το εμπόδιον αυτό.
θα κάμω καθώς μου λέγεις, αν μου το φέρης βολικά.
Σου το υπόσχομαι. Έλα εις ολίγον να μ' εύρης εις το
Κάστρον. Τώρα πηγαίνω να ξεφορτώσω τα πράγματά
του. Ώρα καλή.
Έχε υγείαν.
Ο Κάσιος την αγαπά· αυτό δεν τ' αμφιβάλλω.
Ότι κι' αυτή τον αγαπά, απίθανον δεν 'μοιάζει.
Ο Μαύρος, – πρέπει να το 'πώ και αν δεν τον χωνεύω, —
είν' άνθρωπος ειλικρινής, κ' ευαίσθητος, και ίσιος,
κι'