Ως προς εσένα, χαίρομαι π' άλλα παιδιά δεν έχω,
διότι τύραννον 'ς αυτά θα μ' έκαμν' η φυγή σου,
να τα κρατώ 'ς τα σίδερα! – 'τελείωσα, Αυθέντα.
Ας ομιλήσω και εγώ και ας ειπώ μιαν γνώμην,
που ίσως χρήσιμη σταθή εις τούτο το ζευγάρι,
ως σκαλοπάτι ν' αναιβούν 'ς την εύνοιάν σου πάλιν.
Άμα που γίνη το κακόν κι' ούτ' έχει θεραπείαν,
αν πάρης την απόφασιν ο πόνος τελειόνει.
Το να θρηνής ένα κακόν που πέρασε και 'πάγει,
είναι ο τρόπος να ζητής νέον κακόν να φέρης.
Ό,τι δεν έχει γλυτωμόν αν σου το πάρ' η τύχη,
την τύχην την περιγελάς, υπομονήν αν δείξης.
Ένας κλεμμένος που γελά κάτι απ' τον κλέπτην κλέπτει·
αν όμως κλαίη του κακού, τον εαυτόν του κλέπτει.
Την Κύπρον τώρα το λοιπόν ο Τούρκος ας την πάρη.
Όσω γελούμεν, βέβαια χαμένη δεν θα είναι.
Τα γνωμικά είναι καλά 'ς εκείνον οπού θέλει
ν' ακούη ανακούφισιν και άλλο δεν τον μέλει.
Αλλ' όποιος έχει τον καϋμόν δεν θέλει να του λέγουν
υπομονήν να δανεισθή, την λύπην να πληρώση!
Τα γνωμικά, είτε χολή ή μέλι, δεν αξίζουν·
έχουν εξήγησιν διπλήν. Τα λόγια είναι λόγια,
και δεν τρυπάτ' από τ' αυτί μία καρδιά καμμένη. —
Παρακαλώ ας έλθωμεν 'ς τα πράγματα του Κράτους.
Ο Τούρκος εκστρατεύει με μεγάλην δύναμιν εναντίον
της Κύπρου. Εσύ, Οθέλλε, γνωρίζεις από κάθε άλλον
καλλίτερα πού στέκει η δύναμίς της. Και μολονότι έχομεν
εκεί άξιον τοπορητήν, η κοινή όμως γνώμη, ο μέγας
αυτός Κυβερνήτης των πραγμάτων, αποζητεί εσένα διά
μεγαλειτέραν ασφάλειαν. Ανάγκη λοιπόν να σκιάσης την
λάμψιν της νέας σου ευτυχίας, με αυτής της εκστρατείας
την ανεμοζάλην.
Αυθένται μου, ο τύραννος, που λέγεται Συνήθεια,
μου κάμνει απαλώτατον, 'σαν πουπουλένιον στρώμα,
το σιδερένιον των μαχών ή λίθινον κρεββάτι.
Τ' ομολογώ· εις την ζωήν την σκληραγωγημένην
την φυσικήν μου την ορμήν κ' ενέργειαν ευρίσκω.
Μετά χαράς τον δέχομαι κ' επάνω μου τον παίρνω
τον νέον πόλεμον αυτόν κατά των Μουσουλμάνων!
'Σ τους ορισμούς σας ταπεινώς την κεφαλήν μου κλίνω
και μόνον τούτο σας ζητώ: να έχη η σύζυγός μου
την πρέπουσαν περίθαλψιν, και ό,τι λάβη χρείαν
διά να ζη ανάλογα με το αξίωμά μου
και με το γένος της.
Ας ζη, αν θέλης, 'ς του πατρός της.
Εγώ δεν θέλω.
Ούτ' εγώ.
Και ούτ' εγώ δεν θέλω,
να μ' έχη ο πατέρας μου εμπρός του, να με βλέπη,
και