ΟΘΕΛΛΟΣ, Ο ΜΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ, ΤΡΑΓΩΔΙΑ. 1
ΟΘΕΛΛΟΣ, ο Μαύρος της Βενετίας.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ, πατήρ της Δυσδαιμόνας.
ΚΑΣΙΟΣ, υπασπιστής.
ΙΑΓΟΣ, σημαιοφόρος.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ, ευγενής Βενετός.
Ο ΔΟΓΗΣ της Βενετίας.
ΑΡΧΟΝΤΕΣ γερουσιασταί.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ, διοικητής της Κύπρου.
ΑΡΧΟΝΤΕΣ Κύπριοι.
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ, αδελφός του Βραβαντίου.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ, συγγενής του Βραβαντίου.
ΝΑΥΤΑΙ.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ, υπηρέτης του Οθέλλου.
ΚΗΡΥΞ.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ, σύζυγος του Οθέλλου.
ΑΙΜΙΛΙΑ, σύζυγος του Ιάγου.
ΒΙΑΓΚΑ, εταίρα.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ, ΑΡΧΟΝΤΕΣ, ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΙ, ΜΟΥΣΙΚΟΙ, ΥΠΗΡΕΤΑΙ, ΝΑΥΤΑΙ, Κ.Τ.Λ.
Η σκηνή κατά μεν την πρώτην πράξιν εν Βενετία, μετέπειτα δ' εν Κύπρω.
ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
Να μη μου δώκης είδησιν! 2 Δεν το 'λεγα ποτέ μου,
εσύ, που είχες πάντοτε πουγγί σου το πουγγί μου,
δεν το 'λεγα ότι εσύ μπορούσες να το ξεύρης!
Πλην δεν μ' ακούεις. Αν ποτέ μ' επέρασ' απ' τον νουν μου,
να στραβωθώ!
Και μ' έλεγες ότι του έχεις έχθραν!
Κι' αν είπα ψεύμα, πτύσε με· – Επήγαν τρεις τρανοί μας
και τον επαρακάλεσαν, και είπαν να με κάμη
υπασπιστήν· και μα το Ναι! ηξεύρω πως τ' αξίζω!
Κ' εκείνος ούτε πείθεται, ούτε σκοπόν αλλάζει,
αλλά τους προφασίζεται το ένα και το άλλο,
με ύφος στρατιωτικόν και λόγια φουσκωμένα,
και τέλος τους το έκοψε τους καλοθελητάς μου,
διότι λέγει, έ κ λ ε ξ α ε γ ώ υ π α σ π ι σ τ ή ν μου!
Ποιος είν' αυτός που έκλεξε; Λογαριαστής μεγάλος!
Κάποιος Μιχάλης Κάσιος από την Φλωρεντίαν,
που δια 'μάτια γυναικός πουλεί και την ψυχήν του!
Ένας, που στράτευμα ποτέ 'ς τον πόλεμον δεν είδε,
ούτε γνωρίζει τι θα πη παράταξις εις μάχην.
Αν ήναι διά γράμματα, κι' αν φθάνουν τα βιβλία,
τότε ας κάμωμεν στρατόν από Καλαμαράδες!
'ς τα λόγια είν' η τέχνη του· την πράξιν πού την ηύρε;
Και όμως επροτίμησεν εκείνον να εκλέξη,
κ' εγώ, που επολέμησα μαζή του τόσα χρόνια
και μ' είδε με τα 'μάτια του 'ς την Ρόδον, κ' εις την Κύπρον,
κ' εις άλλους τόπους χριστιανών κι' απίστων, εγώ πρέπει
ν' ακούω τας διαταγάς του κυρ καταστιχάρη,
που 'ξεύρει Δ ο ύ ν αι και Λ α β ε ί ν, διότι αυτός είναι
του στρατηγού υπασπιστής, κ' εγώ … σημαιοφόρος!
Μα τον Θεόν! καλλίτερα να ήμουν δήμιός του.
Υπομονή! Αυτό θα 'πη βρωμο-υπηρεσία.
Σου γίνονται προβιβασμοί προς χάριν, με συστάσεις,
και όχι, καθώς έπρεπε, με το δικαίωμά του
κατά σειράν ο δεύτερος ν' ακολουθή τον πρώτον.
Κρίνε και μόνος σου λοιπόν εάν αιτίαν έχω
τον Μαύρον να τον αγαπώ.
Και πώς δεν τον αφίνεις;
Ω! έννοια σου. Υπηρετώ, να κάμω τον σκοπόν μου.
Δεν ημπορεί τον κύριον να κάμη ο καθένας,
και ούτε κάθε κύριος δούλους πιστούς να έχη.
Θα ιδής πολλούς, που ταπεινοί και με λαιμόν σκυμμένον
δουλεύουν ημερόνυκτα, και το 'χουν προς τιμήν των
να ζουν 'σάν του κυρίου των τον γάιδαρον, που έχει
όσον δουλεύει άχυρον, κι' άμα γηράση: έξω!
Ξύλον που ήθελαν αυτοί οι τιμημένοι δούλοι!
Άλλους θα ιδής, καμόνονται τον αφοσιωμένον,
πλην την καρδιάν των την κρατούν διά τον εαυτόν των,
κ' ενώ εις τον αυθέντην των πουλούν ψευτολατρείαν,
παχαίνουν εις την ράχην του, κι' αφού καλοχορτάσουν
τον εαυτόν των προσκυνούν. Εκείνοι έχουν γνώσιν,
και απ' αυτούς είμαι κ' εγώ· διότι, κύριέ μου,
να είσαι βέβαιος, καθώς με βλέπεις και σε βλέπω,
πως