Ο Κάσιος είν' εύμορφος και νέος. Πώς να γείνη;
Να πάρω και την θέσιν του και την εκδίκησίν μου
με μιαν διπλήν κατεργαριάν. – Πλην πώς; Πώς να το
[κάμω; —
Με τον καιρόν εις το αυτί του Μαύρου να σφυρίξω,
πως τάχα ξεθαρρεύονται πολύ, η Δυσδαιμόνα
κι' ο Κάσιος. Το πρόσωπον, οι νόστιμοί του τρόποι
'ς την υποψίαν έρχονται. Σου έχει ίσα ίσα
εκείνα που χρειάζονται γυναίκας να πλανέση.
Ο δε Οθέλλος είν' απλός, με την καρδιάν 'ς το χέρι,
κι' όποιον ως τίμιος περνά και τίμιον τον παίρνει.
Από την μύτην εύκολα 'σάν γάιδαρος τραβιέται.
Το ηύρα! Το κοιλοπονώ! Η Κόλασις κ' η Νύκτα
το τέρας τούτο εις το φως θα μου το ξεγεννήσουν!
ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΣΚΗΝΗ Α'
Τι φαίνεται 'ς το πέλαγος από το ακρωτήρι;
Δεν διακρίνω τίποτε. Βουνόν το κάθε κύμα·
δεν ξεχωρίζω μεταξύ συννέφων και θαλάσσης
ούτε πανί.
Εις την ξηράν ο άνεμος μουγκρίζει.
Τόσον πολύ τους πύργους μας δεν έσεισε ποτέ του.
Εάν και εις το πέλαγος φυσά με τόσην λύσσαν,
ποια τάχα ξύλινα πλευρά θα δυνηθούν ν' ανθέξουν
εις τα βουνά οπού βουτούν! Να ιδούμεν τι θα γείνη;
Θα γείνη μέγας σκορπισμός του τουρκικού του στόλου.
Αν ημπορέσης να σταθής εις του 'γιαλού την άκρην,
θα ιδής τα νέφη να κτυπά μ' αφρούς το κάθε κύμα.
Η θάλασσ' ανεμόδαρτη, με χαίτην ορθωμένην,
να καταβρέξη προσπαθεί τ' αστέρια, και να σβύση
'ς τον Ουρανόν τους φύλακας του ακινήτου πόλου.
Ποτέ μου τόσην ταραχήν 'ς το πέλαγος δεν είδα!
Εάν ο στόλος των εχθρών δεν ήναι αραγμένος
'ς απανεμιάν, δεν θα σωθή· τον έχω και πνιγμένον.
Των αδυνάτων να βαστά 'ς ανεμοζάλην τόσην
Νέα, παιδιά! Ο πόλεμος τελειωμένος είναι.
Τους Τούρκους τους επρόκοψεν αυτή η τρικυμία,
και τους χαλνά τα σχέδια. Βενέτικον καράβι
απήντησε τα τουρκικά και είδε την ζημίαν
και την φρικτήν καταστροφήν όλου σχεδόν του στόλου.
Αληθινά;
Ναι· είν' εδώ αγκυροβολημένον.
Ο Μιχαήλ ο Κάσιος, του Μαύρου του Οθέλλου
υπασπιστής, ήλθε μ' αυτό. Κι' ο Μαύρος ταξειδεύει
και έρχεται διοικητής και στρατηγός της Κύπρου.
Πολύ το χαίρομαι. Καλόν διοικητήν μας στέλνουν.
Αλλά ο Κάσιος αυτός, ενώ παρηγορίαν
μας