Οθέλλος. Уильям Шекспир. Читать онлайн. Newlib. NEWLIB.NET

Автор: Уильям Шекспир
Издательство: Public Domain
Серия:
Жанр произведения: Драматургия
Год издания: 0
isbn:
Скачать книгу
μας αν μ' αφύσικα κ' εντροπιασμένα μέσα

           'φαρμάκευσες κ' εκέρδισες της κόρης την αγάπην,

           ή με πειθώ και με γλυκά και τιμημένα λόγια

           οπού ενόνουν δυο καρδιαίς;

ΟΘΕΛΛΟΣ

           Παρακαλώ, αυθένται,

           'ς το Ναυαρχείον στείλετε να φέρετε την νέαν,

           κ' εμπρός εις τον πατέρα της η ίδια ας λαλήση.

           Αν ένοχον με κρίνετε απ' τα 'δικά της λόγια,

           τότ' όχι μόνον τον βαθμόν και την υπόληψίν μου

           να με καταδικάσετε να χάσω, αλλ' ακόμη

           και την ζωήν μου·

ΔΟΓΗΣ

           Φέρετε εδώ την Δυσδαιμόναν.

ΟΘΕΛΛΟΣ

           Οδήγησέ τους, Ιάγο μου· συ 'ξεύρεις πού την έχω.

(Εξέρχεται ο ΙΑΓΟΣ)

      Κι' ως που να έλθη, καθαρά 'σάν να ξεμολογούμαι 'ς την παρουσίαν του Θεού τα κρίματα που έχω, με τόσην ειλικρίνειαν εμπρός σας θα εκθέσω πώς έγινε κ' εκέρδισα της νέας την αγάπην, και πώς κι' αυτή εκέρδισε την ιδικήν μου.

ΔΟΓΗΣ

           Λέγε

ΟΘΕΛΛΟΣ

      Με αγαπούσ' ο γέροντας· συχνά μ' επροσκαλούσε· την ιστορίαν μ' έβαζε να λέγω της ζωής μου· τας μάχας, τους πολέμους μου και τας πολιορκίας, τον δρόμον οπού πέρασα. Και του εδιηγούμην από τα παιδιακίσια μου τα χρόνια την ζωήν μου, ως την στιγμήν που 'κάθητο και μ' ήκουε να λέγω. Και έλεγα την τύχην μου, τους φοβερούς κινδύνους, τα τρομερά συμβάντα μου 'ς τον κάμπον ή 'ς το κύμα, τους παρά τρίχα γλυτωμούς 'ς εφόδους και καρτέρια, πώς έπεσα εις του εχθρού τ' αγριευμένα χέρια και σκλάβος επωλήθηκα· την ελευθέρωσίν μου, και τα ταξείδια τα πολλά που έκαμα κατόπιν. Τα σπήλαια τ' απέραντα και τας ξηράς ερήμους, τους βράχους, τα 'ψηλά βουνά που φθάνουν ως τα νέφη· αυτά του επερίγραφα, και τους ανθρωποφάγους, και τους αγρίους τους φρικτούς, και τέρατα που έχουν την κεφαλήν ανάμεσα 'ς ταις πλάταις φυτρωμένην. 9 Η Δυσδαιμόνα ήρχετο περίεργη ν' ακούη, αλλ' αι φροντίδες του σπιτιού την έκαμναν να φεύγη, και βιαστική επήγαινε τα χρέη της να κάμη, κ' επέστρεφε, τα λόγια μου ν' ακούση διψασμένη. Κ' εγώ το παρετήρησα και ηύρα ευκαιρίαν, και ηύρα τρόπον μόνη της να μου ξεμυστερεύση τον πόθον τον εγκάρδιον, να της εξιστορήσω καταλεπτώς τον βίον μου απ' την αρχήν 'ς το τέλος, που άκραις μέσαις ήξευρεν απ' όσα είχ' ακούσει. Της είπα όλα· και συχνά της 'δάκρυσε το 'μάτι, ενώ της πρώτης μου ζωής της έλεγα τα πάθη· και όταν ετελείωσα, μ' επλήρωσε τον κόπον με ένα κόσμον δάκρυα και αναστεναγμούς της. Μου είπε πως εθαύμασε, εθαύμασε εις άκρον, ότι λυπάται δι' εμέ, κατάκαρδα λυπάται, πως ήθελε καλλίτερα να μη τα είχ' ακούσει, κι' όμως μακάρι και αυτή να λάβη τέτοιον άνδρα. Μου είπε πως μ' ευχαριστεί, κι' ανίσως έχω φίλον, οπού την ερωτεύεται και θέλει την καρδιάν της, να τον διδάξω να της' πη όσα εγώ της είπα. 'Σ αυτήν την νύξιν της κ' εγώ ανοίχθηκα μαζή της. Δι' όσα εκινδύνευσα μ' ηγάπησεν εκείνη, και την ηγάπησα εγώ, διότι μ' ελυπήθη. Τα μάγια που της έκαμα είναι αυτά και μόνα. Ιδού, η νέα έρχεται και ας το μαρτυρήση. 10

(Εισέρχονται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ, ο ΙΑΓΟΣ, και υπηρέται)ΔΟΓΗΣ

           Νομίζω και την κόρην μου αυτά θα επλανούσαν.

           Ω αγαθέ Βραβάντιε, μη τα παραξεσχίζης,

           αλλ' όπως πλέον ημπορείς εξοικονόμησέ τα.

           Κάλλια σπασμένα τ' άρματα, παρά γυμνά


<p>9</p>

Περιγραφαί τοιούτων τεράτων απαντώνται εις τας αφηγήσεις των περιηγητών της εποχής εκείνης. Ιδίως αναφέρουσιν οι σχολιασταί, ως πηγήν των περί τούτου του κεφαλαίου γνώσεων του Σαικσπείρου, την κατά το 1595 δημοσιευθείσαν υπό του Sir W. Raleigh περιήγησιν εις Γουιάναν, εν η αναφέρονται και περιγράφονται ανθρωποφάγοι, αμαζόνες και ακέφαλοι άνθρωποι. Ώστε του Οθέλλου η αφήγησις δεν εθεωρείτο ως πάντη μυθώδης υπό των συγχρόνων του ποιητού, μολονότι ο δύσπιστος Ιάγος έχει τας αμφιβολίας του και αποκαλεί βραδύτερον «παραμύθια» τας διηγήσεις του ταύτας.

<p>10</p>

Παραθέτω και ενταύθα περιεργείας χάριν την εις αρχαίαν Ελληνικήν έμμετρον του χωρίου τούτου μετάφρασιν, ποιηθείσαν μεν υπό του Άγγλου W. Barham, βραβευθείσαν δε εν τω του έτους 1824 διαγωνισμώ, εν τω Πανεπιστημίω της Κανταβριγίας. (Ίδε Greek and Latin Prize Poems of the University of Cambridge from 1814 to 1837).

0ΘΕΛΛΩΝ. ΤΑΓΟΣ ΕΝΕΤΩΝ

Οθ. Εν τώδε δ' , ώσπερ και θεοίς αεί λέγω όσ', ιμέρου πλάναισιν, εξαμαρτάνω, ούτω τα τούδ' έρωτος, ως κόρη τ' εμού εμοί τ' εκείνης ήλθε, πάνθ' υμίν φράσω.

ΤΑΓ. μάλιστ', Όθελλον, ειπέ ταύθ' όπως έχει.

Οθ. εμοί πατήρ ο της δ' ετύγχανεν φίλος γεγώς· καλεί δε πολλάκις προς δώματα, και του βίου με ξυμφοράς ανιστορεί, μάχας θ', όσων μετέσχον, αστέων τ' αεί χρήζων ακούειν δυσμενείς προσεδρίας. Άπαντα δ' αυτώ τον λόγον διέρχομαι, και παιδός, ως ην, μέχρι της τόθ' ημέρας. Ενταύθα δ' ηύδων τλημονεστάτας τύχας, και πήματ' οικτρά, ναυσί καπί γης πέδου· χώπως επ' άτης εσχάτοισι σώζομαι όροισι, τειχέων θανασίμοις εν εισβολαίς· χώπως υπ' ανδρών πολεμίων αλίσκομαι, βίον τ' έχω δούλειον· είτ' ελεύθερος πολλήν θάλασσαν γην τ' εποίχομαι πλάνης. κανταύθ', (οράτε μηχανάς) λέγειν παρήν μέγιστα τ' άντρα, καβάτους ερημίας, κρημνούς, πέτρας τε, καξισούμεν' ουρανώ ορέων κάρηνα· και τον ωμηστήν λεών, ανθρωποφάγους, δάπτοντας αλλήλων κρέα, και τους υπ' ώμοις τον πελώριον βρωτούς κράτ' αυξάνοντας. Ταύτ' άρ' εξηγουμένου κράτ' ην πρόθυμος Δεσδεμώνη μου κλύειν. ου μην τα γ' οίκου των δε λιμπάνει χάριν, αεί δε, πορσύνασα κείν' όσον τάχος, πάλιν στραφείσ' άπληστον ους παρείχε μοι. α 'γώ νοήσας, καιρίαν αυτήν ποτε λαβών, πόρον τιν' εύρον άψασθαι φρενών, ώστ' εκ προθύμου καρδίας μ' αιτείν κόρην τέλειον ειπείν της εμής πλάνης λόγον, ης ην εκείνη βραχέα μεν πεπυσμένη, αλλ' ουκ ακριβώς, γ', ώσθ' άπασαν ειδέναι. Καγώ μεν ουν επήνεσ', η δε πολλάκις τέγγει κλύουσα δακρύοις παρηίδα, εμού τι σημαίνοντος ων νέος πότ' ων εδυστύχησα. Πάντα δ' ως ειρημέν' ην, μισθόν δίδωσι μυρία στενάγματα· ως ταύτ' αληθώς, φήσι, θαύματος πλέα, ως δ' οίκτρ' έλεξας, και ποθείν' οδύρμασιν. και μην πεπύσθαι μηδέν ηύχετ', αλλ' όμως ίσον λαβείν θεών ηύχετ' άνδρα· και χάριν τώνδ' έσχεν· είπε δ' , είτιν' οίδα που φίλον αυτής ερώντα, τονδ', άπερ καγώ, λέγειν πάντ' εκδιδάξαι, τάλλα δ' ην πεπεισμένα. Προς ταύτα, τάμ' εξείπον· ηράσθη δε πως εμού μεν αύτη, των δ' έκατι συμφορών, κείνης δ' ανήρ όδ', οίκτον ως είδον φρενών· τοιοίς δ' έγωγε φαρμάκοις εχρησάμην· αύτη δ' ελέγξουσ' ήδε ταύτ' εγγύς γυνή.