«Πάρτε τη μαρμελάδα από σμέουρα. Είναι ονειρεμένη».
Άπλωσα το χέρι μου προς τον δίσκο, νιώθοντας ένα τσίμπημα στην καρδιά. Η διαφορετικότητά μου επέστρεψε, για να με καλύψει με λάσπη, σκούρα και δύσοσμη. Γιατί σε μένα; Κι υπήρχαν άλλοι στον κόσμο σαν εμένα; Ή ήμουν μία μεμονωμένη ανωμαλία, ένα τερατώδες αστείο της φύσης;
Πήρα τυχαία ένα μπολ, ελπίζοντας η ηλικιωμένη γυναίκα να ήταν τόσο συγκεντρωμένη στο να μιλά, για να αντιληφθεί κάποιο λάθος μου. Οι μαρμελάδες ήταν πέντε, έτσι είχα μία στις πέντε πιθανότητες, δύο στις δέκα και είκοσι στις εκατό, να διαλέξω τη σωστή με την πρώτη προσπάθεια.
Εκείνη βιάστηκε να με διορθώσει, λιγότερο απορροφημένη από ό,τι νόμιζα. «Όχι, δεσποινίς. Αυτή είναι πορτοκάλι». Χαμογέλασε μην έχοντας αντιληφθεί καθόλου την αναστάτωση που μου δημιουργούσε μέσα μου και το μέτωπό μου που είχε γεμίσει ιδρώτα. Μου πέρασε ένα μπολάκι. «Ορίστε, είναι εύκολο να τη μπερδέψεις με τη φράουλα».
Δεν κατάλαβε το πιεσμένο μου χαμόγελο και συνέχισε την αφήγηση των ερωτικών της περιπετειών με έναν νέο από τη Φλωρεντία, που τέλειωσε με εκείνον να την παρατά για κάποια Νοτιαμερικανή.
Έφαγα απρόθυμα, ακόμα με την ένταση από το προηγούμενο περιστατικό κι έχοντας ήδη μετανιώσει που δεν δέχτηκα την προσφορά να φάω μόνη μου. Αν το είχα κάνει δεν θα υπήρχαν τέτοια προβλήματα. «Να αποφεύγεις τις καταστάσεις όπου υπάρχει επικριτικότητα»: αυτό ήταν το μότο μου. Από πάντα. Δεν έπρεπε να αφήσω την εξαιρετική ατμόσφαιρα εκείνου του σπιτιού να με οδηγήσει σε απερίσκεπτες πράξεις, ξεχνώντας την απαραίτητη προσοχή. Η κυρία ΜακΜίλιαν φαινόταν μία ικανή γυναίκα, έξυπνη και καλοκάγαθη, ωστόσο ήταν πάρα πολύ κουτσομπόλα. Δεν μπορούσα να βασιστώ στη διακριτικότητά της.
Έκανε μία μικρή παύση, για να πιει το τσάι της, την οποία εκμεταλλεύτηκα για να της κάνω μία ερώτηση: «Δουλεύετε πολλά χρόνια για τον κύριο ΜακΛέιν;»
Εκείνη έλαμψε, ευτυχισμένη που θα μπορούσε να ξεκινήσει την αφήγηση νέων ιστοριών. «Είμαι εδώ 15 χρόνια. Έφτασα, λίγους μήνες μετά από το ατύχημα του κυρίου ΜακΛέιν. Εκείνο όπου…Καταλάβατε. Οι προηγούμενοι υπηρέτες είχαν απολυθεί. Φαίνεται ότι ο κύριος ΜακΛέιν ήταν ένας πολύ πρόσχαρος άντρας, γεμάτος όρεξη για ζωή, πάντα ευχάριστος. Τώρα, δυστυχώς, τα πράγματα άλλαξαν».
«Πώς έγινε; Εννοώ…το ατύχημα; Δηλαδή…συγχωρείστε την αδιακρισία μου, είναι ασυγχώρητη». Δάγκωσα τα χείλη μου, φοβούμενη ότι θα με παρεξηγούσε.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Είναι φυσιολογικό να κάνετε τέτοιες ερωτήσεις, είναι στην ανθρώπινη φύση. Για την ακρίβεια, δεν γνωρίζω πώς συνέβη. Στο χωριό μου είπαν ότι ο κύριος ΜακΛέιν θα παντρευόταν μία μέρα μετά το αυτοκινητιστικό ατύχημα και αυτό δεν έγινε ποτέ. Κάποιοι λένε ότι ήταν μεθυσμένος, αλλά κατά την άποψή μου, αυτές οι πληροφορίες είναι ανυπόστατες. Εκείνο που ξέρω σίγουρα είναι ότι κατέληξε να βγει από το δρόμο, για να αποφύγει ένα παιδί».
Η περιέργειά μου αναζοπυρώθηκε, τροφοδοτούμενη από τις λέξεις της. «Ένα παιδί; Διάβασα στο ιντερνέτ ότι το ατύχημα έγινε βράδυ».
Εκείνη