Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο. Rosette. Читать онлайн. Newlib. NEWLIB.NET

Автор: Rosette
Издательство: Tektime S.r.l.s.
Серия:
Жанр произведения: Современная зарубежная литература
Год издания: 0
isbn: 9788873042617
Скачать книгу
σίγουρα, κρυβόταν με δυσκολία, αφού αναδυόταν από κάθε πόρο του κορμιού μου.

      «Γιατί δεν το ξεκινάτε απόψε; Είναι ό,τι πρέπει για να προετοιμαστείτε για την καινούργια σας δουλειά», πρότεινε εκείνος, με μάτια που χαμογελούσαν.

      «Εντάξει, θα το κάνω», απάντησα χωρίς ενθουσιασμό.

      «Αύριο το πρωί, δεσποινίς Μπρούνο», συγκατένευσε εκείνος, με αέρα που βάρυνε και πάλι. «Να κλειστείτε στο δωμάτιο, δεν θα ήθελα τα πνεύματα του σπιτιού να σας εμφανιστούν, απόψε, ούτε και οποιοδήποτε άλλο τρομακτικό πλάσμα της νύχτας. Ξέρετε πώς πάει…», έκανε μία παύση, ένα βλέμμα ευθυμίας στο κενό των ματιών του.

      «Όπως σας είπα και πριν, είναι δύσκολο να βρεις υπαλλήλους σε αυτά τα μέρη».

      Χαμογέλασα, ελάχιστα πειστικά, εν τέλει.

      «Καληνύχτα, κύριε ΜακΛέιν». Προτού κλείσω την πόρτα, η εξυπνάδα βγήκε από τα χείλη μου, χωρίς να μπορέσω να τη συγκρατήσω. «Δεν πιστεύω στα πνεύματα ούτε στα νυκτόβια πλάσματα».

      «Είστε σίγουρη;»

      «Δεν υπάρχουν αποδείξεις για την ύπαρξή τους, κύριε», απάντησα, δίνοντάς του, άθελά μου, την ανταπάντηση.

      «Ούτε και για το αντίθετο», απάντησε εκείνος. Κύλησε την αναπηρική καρέκλα και επέστρεψε πίσω από το γραφείο του.

      Έκλεισα απαλά την πόρτα, με την ψυχή στο πάτωμα. Ίσως, εκείνος είχε δίκιο και τα ζόμπι να υπήρχαν. Γιατί εκείνη τη στιγμή αισθανόμουν σαν ένα από αυτά. Αισθανόμουν ναυτία, το μυαλό μου είχε σταματήσει, κρεμασμένη στην αβεβαιότητα, όπου δεν ήξερα να διακρίνω την αλήθεια από το ψέμα. Χειρότερο κι από το να μην διακρίνεις τα χρώματα.

      Δείπνησα απρόθυμα παρέα με την κυρία ΜακΜίλιαν, με το μυαλό μου αλλού, σε μία άλλη καλύτερη παρέα. Σκεφτόμουν ότι θα το ανακτούσα το επόμενο πρωί, επιστρέφοντας σε εκείνον, εκεί που το άφησα. Κάτι μου έλεγε ότι η καλόπιστη καρδιά μου δεν το είχε εμπιστευθεί σε καλά χέρια.

      Από την αποψινή συζήτηση με την οικονόμο, θυμάμαι πολύ λίγα. Μιλούσε μόνη της, ασταμάτητα. Φαινόταν να είναι στον έβδομο ουρανό, που επιτέλους είχε κάποιον να μιλήσει. Ή ακόμα περισσότερο, που είχε κάποιον να την ακούει. Εγώ ήμουν τέλεια σε αυτό. Είχα πολλή ευγένεια για να την διακόψω, πολύ σεβασμό για να φανερώσω την έλλειψη ενδιαφέροντος, πολύ απασχολημένη για να σκεφτώ κάτι άλλο, για να την ενημερώσω ότι είχα ανάγκη να μείνω μόνη. Τόσο πολύ τον σκεφτόμουν.

      Στο δωμάτιό μου, μία ώρα αργότερα, καθισμένη βολικά στο κρεβάτι, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα μαξιλάρια, άνοιξα το βιβλίο και βυθίστηκα στην ανάγνωση. Στη δεύτερη σελίδα ήμουν ήδη τρομοκρατημένη, με αξιοθρήνητο τρόπο, αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν απλώς ένα βιβλίο.

      Παρά το καλό γούστο το οποίο διέθετε θεωρητικά, η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο είχε γίνει ασφυκτική και η επιθυμία για μία ανάσα αέρα έγινε επείγουσα.

      Με γυμνά τα πόδια, διέσχισα το δωμάτιο μέσα στο σκοτάδι και άνοιξα διάπλατα το παράθυρο. Κάθισα στο περβάζι και βυθίστηκα στη ζεστή νύχτα της αρχής του καλοκαιριού, με την ησυχία να σπα μόνο από τον ήχο του γρύλου κι από την απάντηση μίας κουκουβάγιας. Ήταν ωραία να είμαι εδώ, έτη φωτός μακριά από την φρενίτιδα του Λονδίνου, από τους