Κατάπια το σάλιο μου, επιδεικνύοντας μία εικονική και επικίνδυνα αβέβαιη αδιαφορία. Για μία στιγμή, ώρα που βρήκε να έρθει κι αυτή η σκέψη, είπα στον εαυτό μου ότι έπρεπε να φύγω από εκείνο το σπίτι, εκείνο το γεμάτο βιβλία δωμάτιο, από εκείνον τον περίεργο και πανέμορφο άντρα. Αισθανόμουν σαν ανυπεράσπιστο γατάκι, λίγα εκατοστά από το στόμα ενός λιονταριού. Σκληρό αρπακτικό, αδύναμο θήραμα. Μετά, η αίσθηση αυτή εξαφανίστηκε και βγήκα από το σοκ. Απέναντί μου, ήταν ένας άντρας με έντονη προσωπικότητα, αλαζόνας και υπεροπτικός, αλλά καθηλωμένος εδώ και καιρό, πάνω σε μία αναπηρική καρέκλα. Εγώ με τη σειρά μου ήμουν το θήραμα, μία ντροπαλή κοπέλα, φοβισμένη, που δεν της άρεσαν οι αλλαγές. Γιατί να μην τον αφήσω να το κάνει; Αν τον διασκέδαζε να με κοροϊδεύει, γιατί να του σταματήσω τη μοναδική ευκαιρία διασκέδασης, ψυχαγωγίας που είχε; Ήταν πολύ ευγενικό από μέρους μου, από μία άποψη.
«Τι πιστεύετε για μένα, δεσποινίς Μπρούνο;»
Για μία ακόμη φορά, τον ανάγκασα να επαναλάβει την ερώτηση και για μία ακόμη φορά τον έπιασα προ εκπλήξεως.
«Δεν περίμενα ότι ήσαστε τόσο νέος».
Κοκκίνισα αμέσως και σιώπησα, ντροπιασμένη που τον χτύπησα έτσι. Εκείνος συνήλθε και πάγωσε, με άλλο ένα χαμόγελο, τον χτύπο της καρδιάς μου. «Αλήθεια;»
Μετακινήθηκα πάνω στην καρέκλα μου, αναποφάσιστη για το πώς να συνεχίσω. Μετά, αποφάσισα- προσπαθώντας να ανακτήσω όλο μου το θάρρος και έχοντας παρασυρθεί από το βλέμμα του που είχε κολλήσει πάνω μου σε έναν βουβό χορό που ,όμως, δεν αφαιρούσε το αισθησιασμό του - να συνεχίσω να μιλάω.
«Γράψατε το πρώτο σας βιβλίο στα 21, 15 χρόνια πίσω, από ό,τι γνωρίζω. Ωστόσο, φαίνεστε λίγο μεγαλύτερος από μένα», σκέφτηκα, κάπως αφηρημένα.
«Πόσων χρόνων είστε, δεσποινίς Μπρούνο;»
«22, κύριε», απάντησα, τυλιγμένη πάλι στο βάθος των ματιών του.
«Είμαι πολύ γέρος για εσάς, δεσποινίς Μπρούνο», είπε με ένα μικρό γέλιο. Μετά, χαμήλωσε το βλέμμα και η ψυχρή χειμωνιάτικη νύχτα τον ξανατύλιξε στα πλοκάμια της, πιο σκληρή κι από ένα ερπετό. Κάθε ίχνος ζεστασιάς χάθηκε. «Οπότε, μπορείτε να μείνετε ήσυχη. Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε για σεξουαλική παρενόχληση, ενώ κοιμάστε στο κρεβάτι σας. Όπως βλέπετε, είμαι καταδικασμένος στην ακινησία».
Σιώπησα, γιατί δεν ήξερα τι να απαντήσω. Ο τόνος του ήταν πικρός και άδειος από ελπίδα, με το πρόσωπό του πετρωμένο.
Τα μάτια του περιεργάστηκαν τα δικά μου, αναζητώντας κάτι που φαινόταν να μη βρίσκει. Χαμογέλασε ελαφριά. «Τουλάχιστον, εσείς δεν με λυπάστε. Αυτό με ευχαριστεί. Δεν το χρειάζομαι, δεν το έχω ανάγκη. Είμαι πιο ευτυχής από πολλούς άλλους, δεσποινίς Μπρούνο, γιατί είμαι ελεύθερος, πλήρως, με τον πιο απόλυτο τρόπο». Συνοφρυώθηκε. «Τι κάνετε ακόμη εδώ; Μπορείτε να πηγαίνετε».
Η ξερή άδεια αποχώρησης με εξέπληξε. Σηκώθηκα αβέβαιη κι εκείνος επωφελήθηκε, για να μου ρίξει τη χολή του.
«Ακόμη εδώ; Τι θέλετε; Τον μισθό σας από τώρα; Ή θέλετε να μιλήσουμε για το ρεπό σας» με κατηγορούσε θυμωμένος.
«Όχι, κύριε ΜακΛέιν». Κατευθύνθηκα αδέξια προς την πόρτα.