«Το Midnight Rose έχει τη δυνατότητα να βγάζει το χειρότερο εαυτό σας, Μελισσάνθη Μπρούνο; Ή ο υποφαινόμενος έχει αυτή τη φοβερή ιδιότητα;» Μου απηύθυνε ένα καλοσυνάτο χαμόγελo με τη μεγαλοψυχία του κυρίαρχου.
Αποδέχτηκα σιωπηλά εκείνη την πρόταση ειρήνης και κατάφερα να χαμογελάσω. «Πιστεύω ότι εξαρτάται από εσάς, κύριε», αποκάλυψα χαμηλόφωνα, σαν να εξομολογούμουν μία μεγάλη αμαρτία.
«Ήξερα ήδη ότι ήμουν δαιμόνιος», είπε σοβαρά. «Αλλά ως αυτό το σημείο; Με αφήνετε χωρίς λόγια…»
«Αν θέλετε, σας δίνω το λεξικό», είπα χαμογελώντας. Η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη, έτσι ένιωθε κι η καρδιά μου.
«Πιστεύω ότι το πραγματικό διαβολάκι είστε εσείς, Μελισσάνθη Μπρούνο», συνέχισε να με πειράζει. «Είστε ο Σατανάς προσωποποιημένος που ήρθε για να ταράξει την ηρεμία μου».
«Ηρεμία; Είστε σίγουρος ότι δεν μπερδεύεστε με τη λέξη ‘φασαρία’;» αστειεύτηκα.
«Αν ήταν έτσι, με εσάς εδώ, δεν θα την ξαναείχα ποτέ, αυτό είναι σίγουρο. Ίσως, με αυτό το ρυθμό, θα καταλήξω να τη νοσταλγώ», απάντησε με έμφαση.
Γελούσαμε κι οι δύο, με κύματα της ίδιας διάρκειας, όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα. Τρεις φορές.
«Η κυρία ΜακΜίλιαν», είπε εκείνος, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το πρόσωπό μου.
Εγώ πήγα, απρόθυμα, να φέρω την οικονόμο.
«Ήρθε ο γιατρός Μάκιντος, κύριε», είπε η καλή γυναίκα, με μία ιδέα ανησυχίας στη φωνή της.
Ο συγγραφέας σκοτείνιασε, στη στιγμή. «Είναι κιόλας Τρίτη;»
«Βέβαια, κύριε. Θέλετε να τον συνοδεύσω στο δωμάτιό σας,» ρώτησε εκείνη, καλοσυνάτα.
«Εντάξει. Φώναξε τον Κάιλ», διέταξε εκείνος, με τόνο ξερό σαν εκατό κιλά σκόνη. Απευθύνθηκε. «Τα λέμε μετά, δεσποινίς Μπρούνο».
Ακολούθησα την οικονόμο στις σκάλες. Εκείνη απάντησε στην ερώτηση που δεν εξέφρασα. «Ο Δρ Μάκιντος είναι ο τοπικός γιατρός. Κάθε Τρίτη έρχεται να επισκεφθεί τον κύριο ΜακΛέιν. Εκτός από την παράλυση, είναι υγιής σαν ταύρος, αλλά είναι μία συνήθεια και μία προφύλαξη».
«Η…» Δίστασα, αναποφάσιστη ως προς την επιλογή των λέξεων. «…κατάστασή του είναι μη αναστρέψιμη;»
«Δυστυχώς ναι, δεν υπάρχουν ελπίδες», ήταν η λυπηρή επιβεβαίωσή της.
Στο τέλος της σκάλας περίμενε ένας άντρας, κουνώντας την βαλίτσα με τα εργαλεία.
«Λοιπόν, Μίλισεντ; Είχε ξεχάσει πάλι την επίσκεψη;» Ο άνδρας έστρεψε σε μένα το βλέμμα, ψάχνοντας την ιδιότητά μου. «Εσείς είστε η καινούργια γραμματέας; Θα πέσει σε εσάς το βάρος να θυμάστε τα επόμενα ραντεβού. Κάθε Τρίτη, στις 3 το μεσημέρι». Μου έτεινε το χέρι, με ένα φιλικό χαμόγελο. «Είμαι ο τοπικός γιατρός. Τζον Μάκιντος».
Ήταν ένας άνδρας ψηλός, σχεδόν όσο κι ο Κάιλ, αλλά πιο μεγάλος σε ηλικία, κάπου μεταξύ 60 και 70 ετών.
«Κι εγώ είμαι η Μελισσάνθη Μπρούνο», είπα σφίγγοντάς του το χέρι.
«Εξωτικό όνομα για μία ομορφιά αντάξια των γυναικών της Σκωτίας». Ο θαυμασμός στο βλέμμα του ήταν έκδηλος. Τα χαμόγελα είχαν ευγνωμωσύνη. Προτού φτάσω σε αυτό το χωριό, που ούτε ο χάρτης δεν το έχει, θεωρούμουν γλυκιά, κάτι παραπάνω από χαριτωμένη, τις πιο πολλές φορές αποδεκτή.