Περιπλανήθηκα στο δωμάτιο, δύσπιστη ακόμα. Έμεινα μπροστά στον καθρέφτη που κρεμόταν πάνω από το κομό, και κοίταξα λυπημένα το πρόσωπό μου. Τα μαλλιά μου ήταν κόκκινα, βέβαια. Το ήξερα γιατί μου το είχαν πει άλλοι, εγώ δεν ήμουν σε θέση να διακρίνω χρώματα. Ζούσα μία ασπρόμαυρη ζωή, δέσμια κι εγώ, όπως ο κύριος ΜακΛέιν. Όχι σε αναπηρική καρέκλα, αλλά με τον τρόπο μου ήμουν ατελής. Πέρασα το δάχτυλό μου πάνω από μία ασημένια βούρτσα, ένα εξαίσιο αντικείμενο αξίας, το οποίο ήταν στη διάθεσή μου με γενναιοδωρία που όμοιά της δεν είχα ξαναδεί.
Τα μάτια συνάντησαν το μεγάλο ρολόι τοίχου και μου θύμισαν, με μοχθηρία, το ραντεβού με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού.
Δεν γινόταν να αργήσω.
Όχι στην πρώτη μας συνάντηση.
Που, ίσως, να ήταν και η τελευταία, αν δεν κατάφερνα να…Πώς το είχε πει η κυρία ΜακΜίλιαν. Α, ναι. «Να το θυμάστε». Μία λέξη για την πριγκίπισσα «κότα». Η αγαπημένη μου λέξη, που τη χρησιμοποιούσα συχνά ήταν το «συγγνώμη», που το έλεγα, ανάλογα με τις συνθήκες, είτε «με συγχωρείτε» είτε «με συγχωρείς». Αργά ή γρήγορα θα ζητούσα συγγνώμη και που υπήρχα. Ίσιωσα την πλάτη μου, πηδώντας με τόλμη. Θα πουλούσα ακριβά το τομάρι μου. Θα κέρδιζα το δικαίωμα, την ευχαρίστηση του να είμαι σε αυτό το σπίτι, σε αυτό το δωμάτιο, σε αυτή τη γωνιά του κόσμου.
Στο κεφαλόσκαλο, κατεβαίνοντας τις σκάλες, οι πλάτες μου έκαναν και πάλι καμπύλη, το μυαλό άρχισε να ουρλιάζει, η καρδιά να χτυπά γρήγορα. Η ηρεμία μου κράτησε…πόσο; Ένα λεπτό;
Σχεδόν ρεκόρ.
Δεύτερο Κεφάλαιο
Όταν έφτασα στο αίθριο, είχα καταλάβει την αναπόφευκτη άγνοιά μου. Πού ήταν το γραφείο; Πώς θα κατάφερνα να το βρω και, αν κατάφερνα να φτάσω οριακά; Προτού βυθιστώ στα άδυτα της απελπισίας, με έσωσε η προνοητική παρέμβαση της κυρίας ΜακΜίλιαν, με ένα πλατύ χαμόγελο στο λεπτό της πρόσωπο.
«Δεσποινίς Μπρούνο, τώρα ερχόμουν να σας ειδοποιήσω…». Έριξα μία γρήγορη ματιά στο εκκρεμές στον τοίχο. «Τι ακρίβεια! Είστε πραγματικά σπάνιος θησαυρός! Είστε σίγουρη ότι έχετε ιταλική καταγωγή και όχι ελβετική;» γέλασε μόνη της με το αστείο.
Χαμογέλασα ευγενικά, συντονίζοντας το βήμα μου με το δικό της, ενώ ανέβαινα και πάλι τη σκάλα. Προσπεράσαμε την πόρτα του δωματίου μου, κατευθυνθήκαμε στο βάθος του διαδρόμου, προς μία βαριά πόρτα.
Χωρίς να βγάλει άχνα, χτύπησε ελαφρά την πόρτα τρεις φορές και την άνοιξε.
Έμεινα από πίσω της, με πόδια που έτρεμαν, ενώ εκείνη προηγήθηκε στο εσωτερικό του δωματίου.
«Κύριε ΜακΛέιν…είναι η δεσποινίς Μπρούνο».
«Καιρός ήταν. Έχει αργήσει». Η φωνή ακούστηκε τραχιά κι αγενής.
Η οικονόμος χαμογέλασε ψυχρά, συνηθισμένη στη δυσαρέσκεια του ιδιοκτήτη του σπιτιού.
«Μόνο κατά ένα λεπτό, κύριε. Μην ξεχνάτε ότι είναι καινούργια στο σπίτι. Εγώ την καθυστέρησα γιατί…»
«Να