«Μήπως είστε μουγκή; Ή κωφή;»
Ξαναπάτησα στη Γη, πέφτοντας από ιλιγγιώδες ύψος. Μου φαινόταν σαν να άκουσα το χτύπημα των μελών μου στο έδαφος. Ένας κρότος βροντερός και δυσοίωνος, ακολουθούμενος από έναν τρομακτικό και συντριπτικό τριγμό.
«Με συγχωρείτε, αφαιρέθηκα», μουρμούρισα, κοκκινίζοντας στο λεπτό.
Εκείνος με περιεργάστηκε με μία προσοχή που μου φαινόταν υπερβολική. Φαινόταν σαν να απομνημόνευε κάθε γραμμή του προσώπου μου, σταματώντας στον λαιμό μου. Κοκκίνισα, ακόμη περισσότερο. Για πρώτη φορά, ήθελα διακαώς να μοιραζόμουν το εκ γενετής ελάττωμά μου με κάποιον άλλον άνθρωπο. Θα ήταν λιγότερο ντροπιαστικό, να σκέφτομαι ότι ο κύριος ΜακΛέιν με την αριστοκρατική και θριαμβευτική του ομορφιά, δεν θα μπορούσε να παρατηρήσει το κοκκίνισμα που γέμιζε ορμητικά κάθε εκατοστό ακάλυπτου δέρματος.
Ταλαντευόμουν πάνω στα πόδια μου, καθώς ντρεπόμουν με αυτή την αναίσχυντα εμφανή οπτική εξέταση. Εκείνος συνέχισε την εξέτασή του, περνώντας στα μαλλιά μου.
«Θα πρέπει να βάψετε τα μαλλιά σας. Αλλιώς θα καταλήξουν να τα περνάνε για φωτιά. Δεν θα ήθελα να καταλήξουν κάτω από την επιδρομή εκατοντάδων πυροσβεστήρων». Η απαθής έκφραση ζωντάνεψε λίγο και μία υποψία διασκέδασης έλαμψε στα μάτια του.
«Δεν διάλεξα εγώ αυτό το χρώμα», είπα, μαζεύοντας όση αξιοπρέπεια μπορούσα. «Αλλά, ο Θεός».
Σήκωσε το ένα φρύδι του. «Είστε θρησκευόμενη, δεσποινίς Μπρούνο;»
«Εσείς, κύριε;»
Ακούμπησε το στυλό πάνω στο γραφείο, χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω μου. «Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι υπάρχει Θεός».
«Ούτε ότι δεν υπάρχει», απάντησα με τόλμη, θαυμάζοντάς με, για τον στόμφο με τον οποίο μίλησα.
Τα χείλη του σχημάτισαν την καμπύλη ενός ειρωνικού χαμόγελου, μετά μου έδειξε μία πολυθρόνα με κάλυμμα. «Καθίστε». Μου φάνηκε σαν εντολή, παρά σαν πρόσκληση. Παρόλα αυτά υπάκουσα, αμέσως.
«Δεν απαντήσατε στην ερώτησή μου, δεσποινίς Μπρούνο. Είστε θρησκευόμενη;»
«Είμαι πιστή, κύριε ΜακΛέιν», επιβεβαίωσα χαμηλόφωνα. «Ωστόσο, δεν πηγαίνω πολύ συχνά στην εκκλησία. Καθόλου για την ακρίβεια».
«Η Σκωτία είναι από τις λίγες αγγλοσαξονικές χώρες που εξασκούν τον καθολικισμό με ασύγκριτο ζήλο και αφοσίωση». Η ειρωνεία του ήταν σαφής. «Εγώ είμαι η εξαίρεση στον κανόνα… Όπως λέει κι έκφραση. Θα έλεγα ότι πιστεύω μόνο σε μένα και σε ό,τι μπορώ να αγγίξω».
Ακούμπησε ήρεμα στην πλάτη της αναπηρικής πολυθρόνας, ενώ χτυπούσε ρυθμικά τα ακροδάχτυλά του στα μπράτσα της. Ωστόσο, δεν σκέφτηκα ούτε για ένα δέκατο του δευτερολέπτου ότι ήταν ευάλωτος ή εύθραυστος. Είχε την έκφραση κάποιου