Από τότε που ήταν μικρό παιδί, ο Γκόντφρι έδειχνε την περιφρόνησή του για τη βασιλεία και ήταν σαφές ότι ποτέ του δεν θα νοιαζόταν για τον θεσμό ή για να κυβερνήσει. Αλλά η μεγαλύτερη απογοήτευση του ΜακΓκιλ ήταν ότι ο Γκόντφρι προτιμούσε να περνάει τον καιρό του σε μπυραρίες με κακές παρέες, προκαλώντας συνεχώς στην βασιλική οικογένεια όλο και μεγαλύτερη ντροπή και ατίμωση. Ήταν ένας τεμπέλης που κοιμόταν τη μισή ημέρα ενώ την άλλη μισή την περνούσε στο ποτό. Από τη μια πλευρά, ο ΜακΓκιλ ένιωθε ανακουφισμένος που δεν είχε έρθει, όμως από την άλλη, αυτή ήταν μια προσβολή που δεν μπορούσε να αντέξει. Στην πραγματικότητα, ήταν κάτι που περίμενε και γι’ αυτό το λόγο είχε στείλει τους άντρες του από νωρίς να χτενίσουν τις μπυραρίες, για να τον βρουν και να τον φέρουν πίσω. Ο ΜακΓκιλ καθόταν σιωπηλός και περίμενε, έως ότου οι φρουροί εκτέλεσαν την εντολή.
Η βαριά δρύινη πόρτα τελικά άνοιξε με θόρυβο και μέσα μπήκαν οι βασιλικοί φρουροί που έσερναν τον Γκόντφρι ανάμεσά τους. Του έδωσαν μια σπρωξιά και ο Γκόντφρι μπήκε παραπατώντας μέσα στην αίθουσα καθώς οι φρουροί έκλειναν την πόρτα πίσω του.
Τα αδέλφια του γύρισαν όλα και τον κοίταξαν. Ο Γκόντφρι ήταν απεριποίητος, βρωμούσε μπύρα, ήταν αξύριστος και μισοντυμένος. Τους χαμογέλασε. Αυθάδης, όπως πάντα.
«Γεια σου Πατέρα», είπε ο Γκόντφρι. «Έχασα κάτι καλό;»
«Στάσου εκεί μαζί με τα αδέλφια σου και περίμενε να σας μιλήσω. Αν δεν το κάνεις, μάρτυράς μου ο Θεός, θα σε αλυσοδέσω και θα σε στείλω στα μπουντρούμια μαζί με τους υπόλοιπους κοινούς κρατούμενους, και δεν πρόκειται να δεις φαγητό – πόσο μάλλον μπύρα – για τρεις ολόκληρες μέρες.
Προκλητικά, ο Γκόντφρι αγριοκοίταξε τον πατέρα του. Σ’ αυτή την ματιά, ο ΜακΓκιλ μπορούσε να διακρίνει κάποια βαθιά αποθέματα δύναμης, κάτι από τον εαυτό του, μια σπίθα που κάποια μέρα θα έφερνε κάτι καλό για τον Γκόντφρι. Αν μπορούσε ποτέ να ξεπεράσει την ίδια του την προσωπικότητα.
Επαναστατικός ως το τέλος, ο Γκόντφρι περίμενε περίπου δέκα δευτερόλεπτα πριν τελικά υπακούσει και κάνει μερικά βαριεστημένα βήματα για να πάει να σταθεί μαζί με τους άλλους.
Ο ΜακΓκιλ κοίταζε προσεκτικά τα πέντε παιδιά που στέκονταν μπροστά του: τον νόθο, τον διεστραμμένο, τον μέθυσο, την κόρη του και τον μικρότερο γιο του. Ήταν ένα παράξενο μείγμα και σχεδόν δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν όλοι τους δικά του παιδιά. Και τώρα, την ημέρα του γάμου της μεγάλης του κόρης, το καθήκον του ήταν να διαλέξει ένα διάδοχο από αυτή την ομάδα. Πώς ήταν δυνατόν;
Ήταν