Συνέχισε να τρέχει ενώ τα πνευμόνια του κόντευαν να σκάσουν. Μόλις έφτασε στην πύλη, δύο φρουροί βγήκαν μπροστά και κατέβασαν τις λόγχες τους κλείνοντάς του το δρόμο. Ένας τρίτος φρουρός ήρθε μπροστά και σήκωσε την παλάμη του.
«Σταμάτα εκεί που είσαι», τον πρόσταξε.
Ο Θορ σταμάτησε απότομα, λαχανιασμένος, αλλά μετά βίας μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του.
«Δεν… δεν… καταλαβαίνετε», είπε ασθμαίνοντας, με τις λέξεις να κόβονται καθώς προσπαθούσε να αναπνεύσει. «Πρέπει να μπω μέσα. Άργησα».
«Άργησες για ποιο πράγμα;»
«Για την επιλογή».
Ο φρουρός, ένας κοντός, βαρύς άντρας με δέρμα γεμάτο σημάδια, γύρισε και κοίταξε τους άλλους, οι οποίοι με τη σειρά τους τον κοίταξαν κυνικά. Γύρισε και εξέτασε τον Θορ με ένα υποτιμητικό βλέμμα.
«Οι νεοσύλλεκτοι έφτασαν εδώ πριν από ώρες, με τα βασιλικά οχήματα. Αν δεν έχεις προσκληθεί, δεν μπορείς να μπεις».
«Αλλά δεν καταλαβαίνετε. Πρέπει —»
Ο φρουρός άπλωσε το χέρι του και άρπαξε τον Θορ από το πουκάμισο.
«Εσύ δεν καταλαβαίνεις, μικρό, θρασύ αγόρι. Πώς τολμάς να έρχεσαι εδώ και να προσπαθείς να περάσεις με το ζόρι; Τώρα φύγε – πριν σε αλυσοδέσω».
Έσπρωξε τον Θορ, που έκανε αρκετά βήματα πίσω παραπατώντας.
Ο Θορ ένιωσε ένα πόνο στο στήθος εκεί που τον είχε ακουμπήσει το χέρι του φρουρού – αλλά πιο πολύ απ’ αυτό, ένιωθε τον πόνο της απόρριψης. Ήταν αγανακτισμένος. Δεν είχε έρθει τόσο δρόμο για να τον διώξει ένας φρουρός χωρίς καν να τον δουν. Ήταν αποφασισμένος να μπει μέσα.
Ο φρουρός γύρισε πίσω στους άντρες του και ο Θορ απομακρύνθηκε αργά αργά πηγαίνοντας γύρω από το κυκλικό κτίριο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Είχε ένα σχέδιο. Περπάτησε ώσπου οι άντρες να μην μπορούν να τον δουν πια, και μετά άρχισε να τρέχει ελαφρά και αθόρυβα κατά μήκος των τειχών. Έλεγξε για να βεβαιωθεί ότι οι φρουροί δεν τον παρακολουθούσαν και μετά άρχισε να τρέχει πολύ πιο γρήγορα. Όταν είχε φτάσει στα μισά της διαδρομής γύρω από το κτίριο, εντόπισε άλλο ένα άνοιγμα που οδηγούσε μέσα στην αρένα. Ψηλά πάνω στο πέτρινο τείχος υπήρχαν αψιδωτά ανοίγματα τα οποία, όμως, προστατεύονταν με σιδερένια κάγκελα. Σε ένα από αυτά τα ανοίγματα έλειπαν τα κάγκελα. Άκουσε κι’ άλλες επευφημίες και ανεβαίνοντας πάνω στο περβάζι, κοίταξε κάτω.
Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα. Μέσα στο τεράστιο κυκλικό στρατόπεδο εκπαίδευσης βρίσκονταν δεκάδες νεοσύλλεκτοι – συμπεριλαμβανομένων