Έτρεξε βιαστικά προς τον πρώτο άνθρωπο που είδε, έναν μεσόκοπο άντρα με ματωμένα ρούχα που έμοιαζε ότι ήταν χασάπης και κατηφόριζε βιαστικά στο δρόμο. Όλοι εδώ βιάζονταν πολύ.
«Με συγχωρείτε, κύριε», είπε ο Θορ αρπάζοντάς τον από το μπράτσο.
Ο άντρας κοίταξε το χέρι του Θορ υποτιμητικά.
«Τι θες, αγόρι μου;»
«Ψάχνω τη Λεγεώνα του Βασιλιά. Μήπως ξέρετε που εκπαιδεύονται;»
«Σου μοιάζω για χάρτης;» είπε ο άντρας με συριχτή φωνή και έφυγε τρέχοντας.
Ο Θορ αιφνιδιάστηκε από την αγένειά του.
Πλησίασε βιαστικά το επόμενο άτομο που είδε – μια γυναίκα που ζύμωνε με το αλεύρι της σε ένα μακρύ τραπέζι. Υπήρχαν αρκετές γυναίκες στο ίδιο τραπέζι και όλες τους δούλευαν σκληρά. Ο Θορ υπέθεσε ότι κάποια απ’ αυτές θα ήξερε.
«Με συγχωρείτε, δεσποινίς», είπε. «Μήπως τυχόν ξέρετε που εκπαιδεύεται η Λεγεώνα του Βασιλιά;»
Κοίταξε η μια την άλλη και άρχισαν να χαχανίζουν – μερικές από αυτές δεν ήταν πολύ πιο μεγάλες απ’ αυτόν.
«Ψάχνεις σε λάθος μέρος», αυτή είπε. «Εδώ εμείς προετοιμαζόμαστε για τη γιορτή».
«Μου είπαν, όμως, ότι εκπαιδεύονται στην Αυλή του Βασιλιά», είπε ο Θορ μπερδεμένος.
Οι γυναίκες άρχισαν να γελούν ξανά, πιο συγκρατημένα αυτή τη φορά. Η πιο μεγάλη έβαλε τα χέρια της στους γοφούς της και κούνησε το κεφάλι της.
«Κάνεις σαν να είναι η πρώτη σου φορά στην Αυλή του Βασιλιά. Δεν έχεις ιδέα πόσο μεγάλη είναι;»
Ο Θορ κοκκίνισε καθώς οι άλλες γυναίκες άρχισαν πάλι να γελάνε, έτσι γύρισε κι’ έφυγε σαν σίφουνας. Δεν του άρεσε να τον κοροϊδεύουν.
Μπροστά του έβλεπε καμιά δεκαριά δρόμους να περνάνε και να στρίβουν από κάθε πέρασμα μέσα στην Αυλή του Βασιλιά, ενώ διάσπαρτες στα πέτρινα τείχη ήταν τουλάχιστον δώδεκα είσοδοι. Το μέγεθος και το εύρος αυτού του τόπου ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Είχε το κακό προαίσθημα ότι ακόμα κι’ αν έψαχνε μέρες δεν θα εύρισκε τη Λεγεώνα.
Τότε του ήρθε μια ιδέα. Ένας στρατιώτης θα ήξερε σίγουρα που εκπαιδεύονταν οι άλλοι. Ένιωθε αμηχανία στην ιδέα ότι θα πλησίαζε έναν πραγματικό στρατιώτη του Βασιλιά, αλλά καταλάβαινε ότι έπρεπε.
Γύρισε και πήγε βιαστικά προς το τείχος, στον στρατιώτη που στέκονταν φρουρός στην πιο κοντινή είσοδο, ελπίζοντας ότι δεν θα τον πέταγε έξω. Ο στρατιώτης στέκονταν καμαρωτός και κοίταζε ευθεία μπροστά.
«Ψάχνω την Λεγεώνα του Βασιλιά», είπε ο Θορ, επιστρατεύοντας την πιο γενναία φωνή του.
Ο στρατιώτης συνέχισε να κοιτάει ευθεία μπροστά, αγνοώντας τον.
«Είπα, ψάχνω για την