Ξανασηκώθηκε στα πόδια του και κοίταξε στα μάτια το αγόρι το οποίο είχε επίσης σηκωθεί. Αυτός επιτέθηκε ξανά, αυτή τη φορά στοχεύοντας το πρόσωπο του Θορ, αλλά ο Θορ έσκυψε την τελευταία στιγμή. Σκύβοντας, αισθάνθηκε την ορμή του αέρα από τη γροθιά του αγοριού που αστόχησε. Ο Θορ συνειδητοποίησε ότι αν αυτή η γροθιά τον είχε πετύχει, θα του είχε σπάσει τη σιαγόνα. Άπλωσε το χέρι του και έριξε μια μπουνιά στην κοιλιά του αγοριού, αλλά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Ήταν σαν να χτυπούσε ένα δέντρο.
Πριν ο Θορ μπορέσει να αντιδράσει, το αγόρι τον χτύπησε στο πρόσωπο με τον αγκώνα του.
Ο Θορ έκανε δύο βήματα πίσω, παραπατώντας από το χτύπημα. Ήταν σαν να είχε δεχτεί χτύπημα από σφυρί, και τα αυτιά του βούιζαν.
Ενώ ο Θορ παραπατούσε, προσπαθώντας να πάρει μια ανάσα, το αγόρι έκανε άλλη μια επίθεση και τον κλώτσησε δυνατά στο στήθος. Ο Θορ πετάχτηκε στον αέρα και έπεσε στο έδαφος με την πλάτη. Τα άλλα αγόρια ξέσπασαν σε ζητωκραυγές.
Ο Θορ, ζαλισμένος, προσπάθησε να ανακαθίσει, αλλά το αγόρι, για άλλη μια φορά, κινήθηκε εναντίον του, τον ταρακούνησε και άρχισε να του ρίχνει γροθιές στο πρόσωπο μέχρι που τον πέταξε κάτω με την πλάτη κολλημένη στο έδαφος. Αυτή τη φορά ήταν κάτω για τα καλά.
Έμεινε ξαπλωμένος εκεί, ακούγοντας τις ζητωκραυγές των άλλων και νιώθοντας την αλμυρή γεύση του αίματος που έτρεχε από τη μύτη του και το τραύμα στο πρόσωπό του. Βογγούσε από τον πόνο. Σήκωσε τα μάτια του και είδε το τεράστιο αγόρι να αλλάζει κατεύθυνση και να προχωράει προς τους φίλους του, γιορτάζοντας ήδη τη νίκη του.
Ο Θορ ήθελε να καταθέσει τα όπλα. Το αγόρι ήταν τεράστιο, το να παλεύει μαζί του ήταν ανώφελο, και δεν άντεχε άλλο τον πόνο. Αλλά κάτι μέσα του τον έσπρωχνε. Δεν ήταν δυνατόν να χάσει. Όχι μπροστά σ’ όλον αυτόν τον κόσμο.
Μην τα παρατάς. Σήκω. Σήκω!
Ο Θορ κατάφερε να μαζέψει όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει. Με βογγητά κυλίστηκε με τα χέρια και τα γόνατα και μετά, σιγά σιγά, σηκώθηκε όρθιος. Αιμόφυρτος, με πρησμένα μάτια, χωρίς να μπορεί να δει καλά, και αναπνέοντας με δυσκολία ύψωσε τις γροθιές του.
«Θα έπρεπε να μείνεις στο έδαφος», τον απείλησε το αγόρι και άρχισε πάλι να προχωράει προς το μέρος του.
«ΑΡΚΕΤΑ!» ακούστηκε μια δυνατή φωνή. «Έλντεν, κάνε πίσω!»
Ένας ιππότης εμφανίστηκε ξαφνικά και μπήκε ανάμεσά τους, απλώνοντας την παλάμη του και εμποδίζοντας τον Έλντεν να πλησιάσει τον Θορ. Το πλήθος ησύχασε, καθώς όλοι κοίταζαν τον ιππότη. Ήταν φανερό ότι αυτός ήταν ένας άνθρωπος που απαιτούσε σεβασμό.
Η παρουσία του ιππότη έκανε τον Θορ να σηκώσει τα μάτια του και να τον κοιτάξει με δέος. Ήταν γύρω στα είκοσι, ψηλός, με φαρδείς ώμους, τετράγωνο σαγόνι και καστανά, περιποιημένα μαλλιά. Ο Θορ τον συμπάθησε αμέσως. Η πανοπλία του ήταν πρώτης κατηγορίας, αλυσόπλεκτη, φτιαγμένη από στιλβωμένο ασήμι και καλυμμένη με τα βασιλικά σήματα: το γεράκι που ήταν έμβλημα της οικογένειας