Αλλά ξαφνικά, ο ιππότης που ήταν μέλος της βασιλικής οικογένειας, έκανε ένα βήμα μπροστά και απλώνοντας την παλάμη του, σταμάτησε τον φρουρό.
«Ίσως, σε μια τέτοια περίπτωση, να μπορούμε να κάνουμε μια εξαίρεση», είπε.
Ο φρουρός τον κοίταξε με ταραχή. Ήταν σαφές ότι ήθελε να μιλήσει, αλλά έπρεπε να συγκρατήσει τη γλώσσα του λόγω της παρουσίας του μέλους της βασιλικής οικογένειας.
«Θαυμάζω το πνεύμα σου, παιδί μου», συνέχισε ο ιππότης. «Πριν σε διώξουμε, όμως, θα ήθελα να δω τι μπορείς να κάνεις».
«Αλλά, Κέντρικ, εμείς έχουμε του κανόνες μας—» είπε ο στρατηγός φανερά δυσαρεστημένος.
«Η βασιλική οικογένεια φτιάχνει τους κανόνες», απάντησε αυστηρά ο Κέντρικ, «και η Λεγεώνα λογοδοτεί στην βασιλική οικογένεια».
«Εμείς λογοδοτούμε στον πατέρα σας, τον Βασιλιά – όχι σε σας», αποκρίθηκε ο στρατηγός με εξ ίσου εριστικό τρόπο.
Υπήρχε μια αντιπαράθεση και η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη από την ένταση. Ο Θορ δεν μπορούσε να πιστέψει τι φωτιά είχε ανάψει.
«Γνωρίζω τον πατέρα μου, και ξέρω τι θέλει. Και εκείνος θα ήθελε να δώσει μια ευκαιρία σ’ αυτό το παιδί. Κι’ εμείς θα κάνουμε το ίδιο».
Μετά από μερικές στιγμές έντασης, ο στρατηγός υποχώρησε.
Ο Κέντρικ στράφηκε στον Θορ. Τα μάτια του κοίταξαν τα δικά του, καστανά και έντονα, το πρόσωπο ενός πρίγκιπα, αλλά κι’ ενός πολεμιστή.
«Θα σου δώσω μια ευκαιρία», είπε στον Θορ. «Για να δούμε, μπορείς να χτυπήσεις εκείνον τον στόχο;»
Του έδειξε μια στοίβα άχυρα στην άλλη άκρη του στρατοπέδου, με μια μικρή, κόκκινη κουκκίδα στο κέντρο της. Αρκετά δόρατα ήταν καρφωμένες μέσα στο άχυρο, αλλά κανένα μέσα στον κόκκινο στόχο.
«Αν μπορείς να κάνεις αυτό που κανένα άλλο αγόρι δεν μπορεί να κάνει – αν μπορείς να χτυπήσεις εκείνο το σημάδι από εδώ – τότε θα μπορέσεις να μπεις στη Λεγεώνα μας».
Ο ιππότης παραμέρισε και ο Θορ μπορούσε να νιώσει όλα τα μάτια στραμμένα επάνω του.
Εντόπισε μια μεταλλική βάση με δόρατα και τα κοίταξε προσεκτικά. Ήταν εξαιρετικής ποιότητας, η καλύτερη που είχε δει ποτέ, φτιαγμένα από συμπαγές ξύλο βελανιδιάς και περιτυλιγμένα από το καλύτερο δέρμα. Η καρδιά του χτυπούσε καθώς έκανε ένα βήμα μπροστά, σκουπίζοντας το αίμα από τη μύτη του με το πίσω μέρος του χεριού του και νιώθοντας τόσο αμήχανος όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του. Ήταν προφανές ότι του είχαν ζητήσει κάτι σχεδόν ακατόρθωτο. Αλλά έπρεπε να προσπαθήσει.
Ο Θορ άπλωσε το χέρι του και διάλεξε ένα δόρυ, ούτε πολύ μακρύ ούτε πολύ κοντό. Το ζύγισε στο χέρι του – ήταν βαρύ και σταθερό. Όχι σαν κι’ αυτά που χρησιμοποιούσε στο σπίτι του. Ένιωθε επίσης ότι αυτό ήταν το κατάλληλο. Και ίσως, απλά και μόνο «ίσως», να τα κατάφερνε να βρει το στόχο του. Στο κάτω-κάτω, το δυνατό του σημείο και η πιο ανεπτυγμένη του ικανότητα ήταν να ρίχνει το δόρυ ακριβώς όπως έριχνε πέτρες, και όλα αυτά τα χρόνια που περιφέρονταν στις ερημιές είχε την ευκαιρία να ρίξει