καθώς οπόταν έξαφνα εις της νυκτός τα βάθη
φανή φωτιά εις γειτονιαίς πυκνοκατοικημέναις.
Αι, κυρ Βραβάντιε, αι! αι! Βραβάντιε! Αυθέντα!
Αι, ξύπνα, κυρ Βραβάντιε! Έχε καλά τον νουν σου
'ς το σπίτι, 'ς ταις σακκούλαις σου, 'ς την κόρην σου. Σε
[κλέπτουν!
Τι είν' αυτός ο τρομερός ο θόρυβος; τι τρέχει;
Κανένας δεν σου έλειψε;
Είναι κλεισταίς αι θύραις;
Τι μ' ερωτάτε; διατί;
Σε έκλεψαν, αυθέντα! 'πάγει η καρδιά σου!
Την 'μισήν ψυχήν σου σού την 'πήραν,
και τώρα, τώρα που λαλώ, ο μαύρος γερο-τράγος
την άσπρην προβατίναν σου την χαίρεται! Ενδύσου,
με σήμαντρα την γειτονιάν που ρουχαλίζει 'ξύπνα!
Κινήσου, 'ξύπνα, πριν παππούν ο διάβολος σε κάμη!
Κινήσου, λέγω.
Άνθρωπε, πού έχεις τα μυαλά σου;
Ω άρχον ευγενέστατε, γνωρίζεις την φωνήν μου;
Όχι· ποιος είσαι;
Είμ' εγώ, ο Ροδερίκος είμαι,
Και τι ζητείς; 'ς την θύραν μου, μη τριγυρνάς σου είπα!
Σου είπα πως η κόρη μου δεν είναι δι' εσένα·
και σου το είπα παστρικά! Δαιμονισμένος είσαι,
κι' από το φαγοπότι σου καπνούς γεμάτος ήλθες
με την αναισχυντίαν σου να με ανησυχήσης;
Αυθέντα μου, αυθέντα μου!
Αλλ' όμως βεβαιώσου
πως τόσος είναι ο θυμός κ' η δύναμίς μου τόση,
που θα πληρώσης ακριβά αυτό σου…
Άκουσέ με.
Τι κράζεις ότι μ' έκλεψαν; αυτ' είν' η Βενετία,
δεν είν' αχούρι έρημον το σπίτι μου…
Αυθέντα,
ήλθα εδώ με καθαράν καρδιάν, διά καλόν σου.
Είσαι και συ απ' εκείνους, οι οποίοι δεν δουλεύουν ούτε τον
Θεόν, αν ήναι ο διάβολος όπου τους το λέγει. Ερχόμεθα
να σου κάμωμεν δούλευσιν, και συ μας παίρνεις διά
νυκτοκλέπτας. Καλά! Την κόρην σου την χαίρεται έν άλογον
αράπικον. Θα έχης εγγονάκια να σου χρεμετίζουν, και
θα συμπεθερεύσης με φοράδαις.
Τι βλάσφημος παληάνθρωπος εσύ 'σαι;
Είμαι ένας οπού έρχεται να σου ειπή, ότι η κόρη σου και ο
Μαύρος σου κάμνουν τώρα γάμους και χαραίς. 3
Είσ' ένας αδιάντροπος!
Είσ' ένας… σενατόρος!
Θα