Δεν θα υπήρχαν άλλες τέτοιες επισκέψεις. Τώρα ήταν καταδικασμένος να μείνει στο χωριό για χρόνια, περιμένοντας μια άλλη ευκαιρία – αν αυτοί ξαναγύριζαν ποτέ. Και αν ο πατέρας του το επέτρεπε. Από δω και πέρα, θα ήταν αυτός κι’ ο πατέρας του, μόνοι στο σπίτι, και ο πατέρας του σίγουρα θα ξέσπαγε επάνω του όλη του την οργή. Θα συνέχιζε να είναι υπηρέτης του, τα χρόνια θα πέρναγαν και θα κατέληγε να γίνει σαν κι’ αυτόν, κολλημένος σ’ αυτό το χωριό να ζει μια ασήμαντη, ταπεινωτική ζωή – ενώ τα αδέλφια του θα αποκτούσαν δόξα και φήμη. Το αίμα στις φλέβες του έβραζε απ’ όλη αυτή την ταπείνωση. Δεν μπορεί να ήταν γραφτό του να ζήσει μια τέτοια ζωή. Αυτό το ήξερε.
Ο Θορ βασάνιζε το μυαλό του για το τι έπρεπε να κάνει και για το πως θα μπορούσε να αλλάξει τη ζωή του. Αλλά δεν έβρισκε τίποτα. Αυτά ήταν τα χαρτιά που η τράπουλα της ζωής του είχε μοιράσει.
Αφού είχε καθίσει εκεί για ώρες, σηκώθηκε και πήρε θλιμμένα τον δρόμο της επιστροφής ανεβαίνοντας στους γνώριμους λόφους, όλο και πιο ψηλά. Αναπόφευκτα, ο δρόμος του τον πήγε πίσω στο κοπάδι του, πάνω στον πιο ψηλό λόφο. Καθώς ανέβαινε, ο πρώτος ήλιος έδυε στον ουρανό, ενώ ο δεύτερος είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του χρωματίζοντας τον ουρανό με μια πρασινωπή απόχρωση. Περπατούσε αργά και χωρίς να το σκεφτεί έβγαλε τη σφεντόνα από την μέση του. Μια σφεντόνα που η δερμάτινη λαβή της ήταν φθαρμένη μετά από τόσα χρόνια χρήσης. Έψαξε μέσα στον σάκο που είχε δεμένο στο γοφό του και τα δάχτυλά του ψηλάφισαν την συλλογή του από πέτρες, η μια πιο λεία από την άλλη, όλες μαζεμένες μια-μια από τα πιο διαλεχτά ρυάκια. Μερικές φορές στόχευε πουλιά, άλλες φορές τρωκτικά. Ήταν μια συνήθεια που του είχε γίνει βίωμα με τα χρόνια. Στην αρχή, δεν πετύχαινε τίποτα, μετά, μια φορά, πέτυχε ένα κινούμενο στόχο. Από τότε ο στόχος του ήταν πραγματικός. Τώρα, το να ρίχνει πέτρες με τη σφεντόνα είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος της ζωής του – και τον βοηθούσε να απελευθερώνει ένα μέρος του θυμού του. Τα αδέλφια του μπορεί να ήταν ικανοί να περάσουν ένα σπαθί μέσα από ένα κορμό δέντρου – αλλά δεν θα μπορούσαν ποτέ να πετύχουν με μια πέτρα ένα πουλί που πέταγε στον αέρα.
Χωρίς να το πολυσκεφτεί, ο Θορ έβαλε μια πέτρα στην σφεντόνα, έγειρε προς τα πίσω και την εκσφενδόνισε με όλη του τη δύναμη, σαν να είχε στόχο τον πατέρα του. Χτύπησε ένα κλαδί σε ένα μακρινό δέντρο, ρίχνοντάς το κάτω με μιας. Από τότε που είχε ανακαλύψει ότι μπορούσε να σκοτώσει ζώα εν κινήσει, είχε σταματήσει να τα στοχεύει επειδή αυτή η δύναμη που είχε τον τρόμαζε και επειδή δεν ήθελε να βλάψει κανένα ζώο. Τώρα πια οι στόχοι του ήταν μόνο κλαδιά δέντρων. Εκτός, φυσικά, κι’ αν καμιά αλεπού ερχόταν για το κοπάδι του. Με τον καιρό, κι’ αυτές είχαν μάθει να μένουν μακριά, κι’ έτσι τα πρόβατα του Θορ ήταν τα πιο ασφαλή στο χωριό.
Ο Θορ σκεφτόταν που να ήταν τώρα τα αδέλφια του και ένιωσε και πάλι τον θυμό του να αυξάνεται. Μετά από μιας μέρας