«Τους είδα».
«Πώς; Από πού;»
Ο Θορ δίστασε. Ο πατέρας του τον είχε πιάσει στα πράσα. Γιατί εκείνος ήξερε ότι το μόνο μέρος απ’ το οποίο ο Θορ θα μπορούσε να τους είχε εντοπίσει ήταν η κορυφή του μικρού λόφου. Τώρα ο Θορ δεν ήξερε τι να του απαντήσει.
«Α…Ανέβηκα στον λόφο —»
«Με το κοπάδι; Το ξέρεις πως δεν πρέπει να απομακρυνθούν».
«Μα σήμερα είναι διαφορετικά. Έπρεπε να δω».
Ο πατέρας του τον κάρφωσε με το βλέμμα του.
«Μπες μέσα αμέσως και φέρε τα σπαθιά των αδελφών σου και γυάλισε τα θηκάρια τους για να φαίνονται αστραφτερά όταν φτάσουν οι άντρες του Βασιλιά».
Κι’ αφού τέλειωσε την κουβέντα μαζί του, ο πατέρας του γύρισε πίσω στ’ αδέλφια του που στέκονταν απ’ έξω αγναντεύοντας το δρόμο.
«Πιστεύεις πως θα μας διαλέξουν;» ρώτησε ο Ντουρς, ο μικρότερος απ’ τους τρεις τους που είχε τρία ολόκληρα χρόνια διαφορά από τον Θορ.
«Θα είναι χαζοί να μην το κάνουν», είπε ο πατέρας του. «Έχουν έλλειψη αντρών φέτος. Δεν κατάφεραν να στρατολογήσουν πολλούς – αλλιώς δεν θα έμπαιναν στον κόπο να έλθουν. Απλά, σταθείτε ολόισια κι’ οι τρεις σας, το πηγούνι ψηλά και τα στήθη προτεταμένα. Μην τους κοιτάτε κατευθείαν στα μάτια, αλλά μην κοιτάτε και μακριά. Να φαίνεστε δυνατοί και σίγουροι για τον εαυτό σας. Μην δείχνετε αδυναμία. Αν θέλετε να μπείτε στην Βασιλική Λεγεώνα, θα πρέπει να φέρεστε σαν να ήσασταν ήδη εκεί».
«Ναι, Πατέρα», τα τρία του παιδιά απάντησαν με μιας, και πήραν την πρέπουσα στάση. Εκείνος γύρισε και αγριοκοίταξε τον Θορ.
«Τι στέκεσαι ακόμα εκεί; τον ρώτησε. «Μπες μέσα!»
Ο Θορ στάθηκε εκεί συντετριμμένος. Δεν ήθελε να δείξει ανυπακοή στον πατέρα του, αλλά έπρεπε να του μιλήσει. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά όταν συζητούσαν. Αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερα να υπακούσει, να πάει πρώτα να φέρει τα σπαθιά, και μετά να αντιμετώπιζε τον πατέρα του. Η εξ αρχής ανυπακοή δεν θα τον βοηθούσε.
Ο Θορ μπήκε τρέχοντας μέσα στο σπίτι, βγήκε από την πίσω μεριά και κατευθύνθηκε στην αποθηκούλα με τα όπλα. Βρήκε τα τρία σπαθιά των αδελφών του – πολύ όμορφα αντικείμενα και τα τρία που κατέληγαν σε θαυμάσιες ασημένιες λαβές, πολύτιμα δώρα για τα οποία ο πατέρας του είχε κοπιάσει για χρόνια. Τα άρπαξε και τα τρία, έκπληκτος όπως πάντα με το βάρος τους, και έτρεξε πίσω περνώντας πάλι μέσα από το σπίτι.
Βιαστικά, πλησίασε τ’ αδέλφια του, έβαλε από ένα ξίφος στο χέρι του καθενός και μετά στράφηκε προς τον πατέρα του.
«Τι, δεν τα γυάλισες;» είπε ο Ντρέικ.
Ο πατέρας του γύρισε και τον κοίταξε αποδοκιμαστικά, αλλά πριν προλάβει να πει τίποτα, ο Θορ του μίλησε.
«Πατέρα, σε παρακαλώ. Πρέπει να σου μιλήσω!»
«Σου είπα να γυαλίσεις—»
«Σε παρακαλώ, Πατέρα!»
Ο πατέρας του αντί για απάντηση γύρισε και τον αγριοκοίταξε. Όμως, βλέποντας το πόσο σοβαρό φαινόταν το πρόσωπο του Θορ, τελικά είπε, «Λοιπόν;»
«Θέλω να πάω στην αξιολόγηση. Μαζί με τους άλλους. Για την Λεγεώνα».
Τα τρανταχτά γέλια των αδελφών του που ακούστηκαν πίσω