Η ημέρα της Στρατολόγησης ήταν η μόνη εξαίρεση, η σπάνια ευκαιρία που παρουσιάζονταν κάθε λίγα χρόνια, όταν η Λεγεώνα πήγαινε σε μικρά και μεγάλα χωριά και οι άντρες του Βασιλιά έψαχναν να βρουν καινούργια μέλη. Όλοι γνώριζαν ότι τα παλικάρια που επιλέγονταν από τον απλό λαό ήταν λίγα και ακόμα λιγότερα ήταν όσα τελικά θα έμπαιναν πραγματικά στη Λεγεώνα.
Ο Θορ είχε τα μάτια του καρφωμένα στον ορίζοντα, ψάχνοντας για κάποια κίνηση. Ήξερε πως το Αργυρό Τάγμα θα έπαιρνε τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε στο χωριό και ήθελε να είναι ο πρώτος που θα τους έβλεπε. Το κοπάδι με τα πρόβατα διαμαρτύρονταν ολόγυρά του με ενοχλητικά γρυλίσματα που τον παρότρυναν να τα κατεβάσει από το βουνό για να πάνε εκεί που η βοσκή ήταν άφθονη. Προσπάθησε να μην δίνει σημασία ούτε στο θόρυβο που έκαναν ούτε στη δυσοσμία που ανέδυαν. Έπρεπε να συγκεντρωθεί.
Το μόνο πράγμα που όλα αυτά τα χρόνια τον έκανε να αντέχει να είναι υπηρέτης του πατέρα του και των μεγαλύτερων αδελφών του, αλλά και το γεγονός ότι τον φόρτωναν με όλες τις αγγαρείες χωρίς κανείς να νοιάζεται πραγματικά γι’ αυτόν ήταν η ιδέα ότι μια μέρα θα έφευγε απ’ αυτόν τον τόπο. Μια μέρα, όταν θα ερχόταν το Αργυρό Τάγμα, η επιλογή του θα μπορούσε να εκπλήξει όλους εκείνους που τον είχαν υποτιμήσει όλα αυτά τα χρόνια. Με μια γρήγορη κίνηση, θα ανέβαινε στην άμαξά τους και θα άφηνε πίσω του όλα αυτά.
Φυσικά, ο πατέρας του Θορ ποτέ δεν τον είχε δει σοβαρά σαν υποψήφιο για τη Λεγεώνα. Στην πραγματικότητα, δεν τον είχε δει ποτέ υποψήφιο για τίποτα. Αντιθέτως, ο πατέρας του πάντα έδινε την αμέριστη προσοχή και την αγάπη του στους τρεις μεγαλύτερους αδελφούς του. Ο πιο μεγάλος ήταν δεκαεννιά και οι άλλοι δύο, με ένα χρόνο διαφορά ο ένας από τον άλλον, δεκαοχτώ και δεκαεφτά αντίστοιχα, ενώ ο Θορ ήταν ο μόνος που είχε τρία χρόνια διαφορά από τον μικρότερο. Οι τρεις τους ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους και αγνοούσαν σχεδόν ολοκληρωτικά την ύπαρξη του Θορ ίσως επειδή αυτοί ήταν πιο κοντά στην ηλικία ή επειδή έμοιαζαν αρκετά ο ένας με τον άλλον και δεν είχαν καμία ομοιότητα με τον Θορ.
Ακόμα χειρότερα, εκείνοι ήταν ψηλότεροι, πιο σωματώδεις και δυνατότεροι απ’ αυτόν, και ο Θορ, που ήξερε ότι δεν ήταν κοντός, ένιωθε παρ’ όλα αυτά μικρός δίπλα τους και ένιωθε τα δυνατά και μυώδη πόδια του αδύναμα μπροστά στα δικά τους που έμοιαζαν σαν κορμοί βελανιδιάς. Ο πατέρας του δεν έκανε καμιά κίνηση για να βελτιώσει τα πράγματα – στην πραγματικότητα φαίνονταν να απολαμβάνει την κατάσταση – και άφηνε τον Θορ να προσέχει τα πρόβατα και να ακονίζει τα όπλα, ενώ τα αδέλφια του είχαν χρόνο για εκπαίδευση.