«Άρχοντά μου», είπε. «Λυπάμαι που σας ενόχλησα».
Έλλειψη σεβασμού προς έναν σύμβουλο του Βασιλιά θα μπορούσε να καταλήξει σε φυλάκιση ή ακόμη και θάνατο. Αυτό ήταν κάτι που το ήξερε καλά ο Θορ από τότε που γεννήθηκε.
«Σήκω, παιδί μου», είπε ο Άργκον. «Αν ήθελα να υποκλιθείς, θα σου το είχα πει».
Αργά αργά, ο Θορ σηκώθηκε και τον κοίταξε. Ο Άργκον έκανε μερικά βήματα προς το μέρος του και τον πλησίασε. Μετά σταμάτησε και κοίταξε έντονα τον Θορ, σε βαθμό που ο Θορ άρχισε να νιώθει άβολα.
«Έχεις τα μάτια της μητέρας σου», είπε ο Άργκον.
Ο Θορ ξαφνιάστηκε. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ την μητέρα του και δεν είχε γνωρίσει κανέναν, εκτός από τον πατέρα του, που να την ήξερε. Του είχαν πει ότι είχε πεθάνει στη γέννα, κάτι που πάντα προκαλούσε στον Θορ ένα αίσθημα ενοχής, ενώ πάντα είχε την υποψία ότι αυτός ήταν ο λόγος που η οικογένειά του τον μισούσε.
«Νομίζω πως με μπερδεύετε με κάποιον άλλον», είπε ο Θορ. «Εγώ δεν έχω μητέρα».
«Δεν έχεις;» Ο Άργκον ρώτησε με ένα χαμόγελο. «Δηλαδή εσύ γεννήθηκες μόνο από άντρα;»
«Εννοούσα, άρχοντά μου, ότι η μητέρα μου πέθανε στη γέννα. Νομίζω πως με μπερδεύετε με κάποιον άλλο».
«Είσαι ο Θόργκριν, από την οικογένεια των ΜακΛέοντ. Είσαι ο πιο μικρός από τέσσερα αδέλφια. Αυτός που δεν επιλέχθηκε».
Τα μάτια του Θορ άνοιξαν διάπλατα. Πραγματικά δεν ήξερε τι συμπέρασμα να βγάλει απ’ όλα αυτά. Το γεγονός ότι κάποιος με το κύρος του Άργκον γνώριζε ποιος ήταν – υπερέβαινε την δυνατότητά του να το καταλάβει. Ούτε και είχε ποτέ του φανταστεί πως κάποιος έξω από το χωριό του μπορεί να τον γνώριζε.
«Πώς… το ξέρετε αυτό;»
Ο Άργκον του χαμογέλασε, αλλά δεν απάντησε.
Ο Θορ ξαφνικά ένιωσε να τον κυριεύει η περιέργεια».
«Πώς…», πρόσθεσε ο Θορ, ψάχνοντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις, «…πώς ξέρετε την μητέρα μου;» «Την είχατε γνωρίσει; Ποια ήταν;
Ο Άργκον γύρισε και απομακρύνθηκε.
«Ερωτήματα για κάποια άλλη στιγμή», είπε.
Ο Θορ, προβληματισμένος, τον παρακολουθούσε καθώς απομακρυνόταν. Αυτή ήταν μια τόσο μυστηριώδης συνάντηση και όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα που ένιωθε ζαλισμένος. Αποφάσισε πως δεν έπρεπε να αφήσει τον Άργκον να φύγει κι’ έτσι έτρεξε πίσω του.
«Τι κάνετε εδώ;» ρώτησε ο Θορ τρέχοντας να τον προλάβει. Ο Άργκον, χρησιμοποιώντας το ραβδί του, ένα αρχαίο αντικείμενο από ελεφαντόδοντο, περπατούσε φαινομενικά γρήγορα. «Με περιμένατε, έτσι δεν είναι;»
«Ποιον άλλον;» ρώτησε ο Άργκον.
Ο Θορ έτρεξε να τον προλάβει, ακολουθώντας τον μέσα στο δάσος και αφήνοντας πίσω του το ξέφωτο.
«Αλλά γιατί εμένα; Πώς ξέρατε ότι θα ήμουν εδώ; Τι είναι αυτό που θέλετε;»
«Πολλές ερωτήσεις», είπε ο Άργκον. «Έχουν γεμίσει τον αέρα. Αντί για ερωτήσεις, θα έπρεπε να ακούς».
Ο Θορ τον ακολούθησε, και οι δυό τους συνέχισαν να περπατάνε μέσα στο πυκνό δάσος, ενώ ο Θορ συγκρατούσε τον εαυτό του για να μείνει σιωπηλός.
«Έχεις έρθεις να βρεις το πρόβατό σου που