«Είναι μια πολιτική ημέρα», του είπε . «Αλλά είναι επίσης και ο γάμος της κόρης μας. Προσπάθησε να τον χαρείς. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα».
«Ανησυχούσα λιγότερο όταν δεν είχα τίποτα», απάντησε ο Βασιλιάς. «Τώρα που έχουμε τα πάντα, όλα με ανησυχούν. Είμαστε ασφαλείς. Αλλά δεν νιώθω αυτή την ασφάλεια».
Τον κοίταξε με τα μεγάλα καστανά της μάτια που ήταν γεμάτα συμπόνια και φαίνονταν σαν να κατείχαν όλη τη σοφία του κόσμου. Τα βλέφαρά της έγερναν, όπως έκαναν πάντα, σαν να νύσταζε λίγο, και πλαισιώνονταν από τα όμορφα, ίσια καστανά της μαλλιά που είχαν μέσα τους κάποιες πινελιές του γκρι και έπεφταν με χάρη και στις δύο πλευρές του προσώπου της. Μπορεί να είχε λίγες ρυτίδες παραπάνω, αλλά δεν είχε αλλάξει καθόλου.
«Αυτό συμβαίνει επειδή δεν είσαι ασφαλής», του είπε. «Αλλά κανένας βασιλιάς δεν είναι ασφαλής. Στην αυλή μας υπάρχουν περισσότεροι κατάσκοποι απ’ όσους βάζει ο νους σου. Αλλά έτσι γίνεται συνήθως».
Έσκυψε, τον φίλησε και χαμογέλασε.
«Προσπάθησε να το απολαύσεις», του είπε. «Στο κάτω-κάτω πρόκειται για γάμο».
Με τα λόγια αυτά, γύρισε και απομακρύνθηκε από το προπύργιο.
Αφού την παρακολούθησε να απομακρύνεται, γύρισε μετά και κοίταξε την αυλή του. Είχε δίκιο. Πάντα είχε δίκιο. Πράγματι ήθελε να απολαύσει τη σημερινή ημέρα. Αγαπούσε την μεγάλη του κόρη και σήμερα ήταν ο γάμος της. Ήταν η πιο όμορφη μέρα της πιο όμορφης εποχής του χρόνου, η άνοιξη στο αποκορύφωμά της, το καλοκαίρι να πλησιάζει, οι δύο ήλιοι τέλειοι στον ουρανό, και με ένα ελαφρό αεράκι να φυσάει απαλά. Όλα ήταν ανθισμένα και τα δέντρα ολόγυρα δημιουργούσαν μια παλέτα χρωμάτων με ροζ, μοβ, πορτοκαλί και λευκό. Δεν ήθελε τίποτα άλλο από το να κατέβει κάτω και να πάει να καθίσει μαζί με τους άντρες του, να δει την κόρη του να παντρεύεται και να πιει τόση μπύρα που να μην μπορεί να πιει άλλο.
Αλλά δεν μπορούσε. Είχε μια μεγάλη λίστα καθηκόντων να εκτελέσει πριν να μπορέσει να βγει από το κάστρο του. Στο κάτω-κάτω, η ημέρα του γάμου της κόρης του σήμαινε υποχρεώσεις για έναν βασιλιά: έπρεπε να έχει συναντήσεις με το συμβούλιό του, με τα παιδιά του, και με μια μακριά γραμμή ικετών που είχαν δικαίωμα να δουν τον βασιλιά εκείνη την ημέρα. Θα ήταν τυχερός αν μπορούσε να φύγει εγκαίρως από το κάστρο του για την γαμήλια τελετή το ηλιοβασίλεμα.
Ο ΜακΓκιλ, ντυμένος με την καλύτερη βασιλική του ενδυμασία, με βελούδινο μαύρο παντελόνι, χρυσή ζώνη, ένα βασιλικό χιτώνα φτιαγμένο από το καλύτερο μοβ και χρυσό μετάξι, ένα λευκό μανδύα, γυαλιστερές δερμάτινες μπότες ως τις κνήμες, και φορώντας το στέμμα του – μια περίτεχνη χρυσή λωρίδα με ένα μεγάλο ρουμπίνι στο κέντρο της – περπατούσε καμαρωτά στις αίθουσες του κάστρου πλαισιωμένος από τους συνοδούς του. Περνούσε από τη μια αίθουσα στην άλλη και κατεβαίνοντας τα σκαλιά