Στη διαδρομή συνάντησε την καθηγήτρια Μπράις. Είχε μία σκοτεινή έκφραση και τον αγνόησε, όταν εκείνος πήγε να τη χαιρετήσει.
Μόλις πέρασε την πόρτα κατάλαβε ότι κάτι πολύ σοβαρό πρέπει να είχε συμβεί. Τα ρούχα των καθηγητών ήταν λερωμένα και τσαλακωμένα, ενώ στο εργαστήριο βασίλευε το χάος. Δύσοσμος καπνός έβγαινε ακόμη από το μέταλλο που είχε ακουμπήσει το οξύ, η κουζίνα ήταν διαλυμένη και πολλές συσκευές φαίνονταν ανεπανόρθωτα χαλασμένες. Ευτυχώς, η συσκευή της ανταλλαγής ήταν άθικτη, χάρη σε μία ντουλάπα που την προστάτεψε από την έκρηξη.
Πρόσεξε μία έντονα κακή διάθεση και, κυρίως, μία έντονη εχθρότητα μεταξύ Μαόκο και Νόβακ, οι οποίες κοιτάζονταν εχθρικά.
Ο Ντρου, βλέποντάς τον να μπαίνει, τον φώναξε.
<Είχαμε μία έκρηξη, Μαρρόν>, του εξήγησε ο καθηγητής πολύ σοβαρά.
Ο Ντρου του διηγήθηκε τα πρωινά γεγονότα και κατέληξε με την περιγραφή του ατυχήματος. Ο φοιτητής άκουγε με αυξανόμενη ανησυχία.
<Καθηγητά, αυτό σημαίνει ότι σε κάθε Ανταλλαγή που θα προσπαθούμε, από εδώ και στο εξής, δεν θα ξέρουμε πού θα είναι το σημείο Β>, αποκάλυψε τους φόβους του ο Μαρρόν. <Αυτό μου φαίνεται πολύ επικίνδυνο. Τι μπορούμε να κάνουμε;>
<Για την ώρα, σταματάμε. Όπως βλέπεις>, κι εδώ ο Ντρου έδειξε τον ίδιο και τους συναδέλφους του, <έχουμε όλοι μας ανάγκη να τακτοποιηθούμε και να φάμε. Βρήκες το υλικό;>
Ο Μαρρόν συγκατένευσε και ακούμπησε το κουτί σε έναν κοντινό πάγκο.
<Πολύ καλά, Μαρρόν. Εσύ έχεις φάει;>
<Φυσικά, καθηγητά.>
<Τέλεια. Μείνε εδώ να φυλάς τον χώρο. Εμείς πάμε να ξαναγίνουμε άνθρωποι. Φώναξε τους άλλους. <Κύριοι, συμφωνούμε όλοι για ένα διάλειμμα;> Εκείνοι συγκατένευσαν ζωηρά. <Σύμφωνοι. Θα βρεθούμε πάλι εδώ, να πούμε…>, κοίταξε το ρολόι του, <στις 16:00>
Οι καθηγητές έφυγαν κι ο Μαρρόν έμεινε μόνος.
Προσπάθησε να τακτοποιήσει λίγο, αλλά το εγχείρημα ήταν παράλογο. Άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα για να ανανεωθεί ο αέρας και να διώξει την κάπνα που είχε εγκατασταθεί. Έβαλε ένα ζευγάρι γάντια και με τη βοήθεια μίας σκούπας και ενός φαρασιού μάζεψε όσα σκουπίδια μπόρεσε να βρει. Τα πιο μικρά κομμάτια, μάλλον, θα ήταν σφηνωμένα στις ρωγμές των επίπλων και στις πιο δυσπρόσιτες γωνίες του χώρου. Δεν μπορούσαν να μαζευτούν, αν δεν τα αποσυναρμολογούσε όλα και δεν έκανε άνω-κάτω όλο το εργαστήριο. Αυτά τα κομμάτια θα βρίσκονταν μετά από χρόνια, λίγα κάθε φορά, από τους υπεύθυνους καθαριότητας, από τους φοιτητές που θα τύγχανε να είναι εκεί. Κανείς τους δεν θα ήξερε πώς κατέληξαν στα πιο σκοτεινά μέρη, κομμάτια διαβρωμένου μετάλλου και λιωμένου πλαστικού.
Τέλος, μερικά κομμάτια, δεν θα βρίσκονταν ποτέ. Θα γίνονταν μέρος του κτιρίου και η σιωπηλή κληρονομία ενός πειράματος που δεν θα το θυμούνταν, αλλά θα ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος για την επιστημονική πρόοδο.
Τελειώνοντας την καθαριότητα, ο Μαρρόν καθάρισε εντελώς έναν πάγκο και με ένα στεγνό καθαριστικό πανί γυάλισε την επιφάνεια, μετά έβαλε πάνω τα υλικά που αγόρασε,