Ήμουν στο κεφαλόσκαλο όταν, ξαφνικά, ο Κάιλ ξεπρόβαλε μέσα από ένα υπνοδωμάτιο. Μου φάνηκε ότι ήταν το δωμάτιο του κοινού μας εργοδότη.
Μου έγνεψε και μου έκλεισε το μάτι με αυτοπεποίθηση. Εγώ παρέμεινα στη θέση μου, ώστε να μην του δώσω δικαίωμα. «Είχε δίκιο η κυρία ΜακΜίλιαν», σκέφτηκα ενώ με πλησίαζε. Μέσα του υπήρχε κάτι βαθιά διαταραγμένο.
«Κάθε Τρίτη, η ίδια ιστορία. Θα ήθελα να σταματούσε ο Μάκιντος αυτές τις ανούσιες επισκέψεις. Το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο. Μόλις φύγει, εγώ θα υποστώ την κακή διάθεσή του ασθενούς του». Το χαμόγελό του μεγάλωσε. «Κι εσύ».
Με έπιασε από τους ώμους. «Είναι η δουλειά μας, σωστά; Δεν πληρωνόμαστε γι’αυτό;»
«Ίσως, όχι αρκετά. Είναι, πραγματικά, ανυπόφορος». Ο τόνος του ήταν πολύ αγενής ώστε να με εκπλήξει. Δεν ήμουν σίγουρη αν ήταν η τυπική ειλικρίνεια των κατοίκων του χωριού, αυθεντικοί μέσα στις στυγνές κρίσεις τους. Υπήρχε και κάτι άλλο από κάτω, κάτι σαν ζήλια για όποιον μπορούσε να μην δουλεύει, αν δεν ήταν για χόμπι, όπως κι ο κύριος ΜακΛέιν. Ζήλια για εκείνον, παρόλο που ήταν καθηλωμένος σε μία αναπηρική καρέκλα, πιο φυλακισμένος κι από έναν εγκληματία.
«Δεν πρέπει να μιλάς έτσι», τον επέπληξα, χαμηλώνοντας τη φωνή μου. «Κι αν σε ακούσει;»
«Δεν είναι εύκολο να βρεις προσωπικό σε αυτά τα μέρη. Θα ήταν δύσκολο να με αντικαταστήσει». Το είπε σαν δεδομένο, συγκαταβατικά, σαν να του έκανε χάρη. Οι λέξεις ήταν πανομοιότυπες με του ΜακΛέιν και κατάλαβα τη σύμφυτη αλήθεια τους.
«Εδώ δεν υπάρχουν ευκαιρίες διασκέδασης», συνέχισε με πιο ύπουλο τρόπο τώρα. Με άνεση, τουλάχιστον έτσι φαινόταν, μου μετακίνησε μία τούφα μαλλιών από το μέτωπο. Τραβήχτηκα αμέσως, ενοχλημένη από την καυτή του ανάσα στο πρόσωπό μου.
«Ίσως την επόμενη φορά, να σε χαϊδέψω, θα το εκτιμούσα πάρα πολύ», είπε, καθόλου προσβεβλημένος.
Η σιγουριά με την οποία μίλησε ξεσήκωσε την οργή μου από τα βάθη της ψυχής μου. «Δεν θα υπάρξει άλλη φορά», είπα σφυριχτά. «Δεν ψάχνω περισπασμούς, σίγουρα όχι τέτοιου είδους».
«Βέβαια, βέβαια. Για την ώρα».
Έμεινα στωικά σιωπηλή, γιατί ήθελα να τον κλωτσήσω στα γόνατα ή να του δώσω ένα χαστούκι στο δυσάρεστο πρόσωπό του.
Κατευθύνθηκα με μεγάλα βήματα στον διάδρομο, αγνοώντας το υπαινικτικό του χαμόγελο.
Ήμουν έτοιμη να ανοίξω την πόρτα του δωματίου μου, όταν άκουσα τον ΜακΛέιν να φωνάζει και μπορούσα να ακούσω ξεκάθαρα τη φωνή του, που δεν ήταν πια τόσο πνιχτή.
«Έξω από αυτό το σπίτι, Μάκιντος! Κι αν θες να μου κάνεις χάρη, μην ξαναγυρίσεις ποτέ».
Η απάντηση του γιατρού ήταν ήρεμη, σαν να ήταν συνηθισμένος σε αυτά τα ξεσπάσματα.
«Θα επιστρέψω την Τρίτη, την ίδια ώρα, Σεμπάστιαν. Θα χαρώ να σε βρω υγιή σαν ταύρο. Η εμφάνιση και το σώμα σου ανταγωνίζονται αυτά ενός 20χρονου».
«Τι ωραίο νέο, Μάκιντος». Η φωνή του ήταν γεμάτη ειρωνεία. «Βγαίνω τώρα να το γιορτάσω. Μπορεί να πάω και σε χορό».
Ο γιατρός έκλεισε την πόρτα, χωρίς να απαντήσει.