Και του ήρθανε κάτι συλλογισμοί που δε μπορούσε να τους διώξη· – χωρίς να κάμω κακό, χωρίς να θέλω να βλάψω, να πειράξω κανεί, με κυνηγούνε σαν σκυλί ψωριάρικο, είπε με πικρία. Ούλη μου τη ζωή επέρασα τίμια, χωρίς ν' αδικήσω και να που εκατάντησα. Από τι; Από κάτι κακό που τόφερε η Τύχη. Δε νοιώθω τι είν' αυτά, μα είνε πολύ παράξενα. Ούλη μου τη ζωή τίμιος και για μια στιγμή παν όλα. Με βλέπουνε πως χάνομαι, βυθίζομαι και κανένα χέρι δεν απλώνει να με πιάση. Προχτές ακόμα τον Πρίσκα τον είχανε κυκλωμένο πέντ' έξη και χάσκανε στα λόγια του και ούλοι όμως ξέρουνε πώς εσύναξε τα πλούτη του. Ο κόσμος θέλει χρυσάφι για προσκύνημα. Αξίζει να ζη κανείς;
Και ήθελε να διώξη από το νου του όλ' αυτά και του ήταν αδύνατο.
– Εσηκώθηκε και με βήμα στερεό και γρήγορο επήγε στης αδερφής του. Εκείνη έτυχε να λείπη· ο ναύτης εξεκρέμασε από τον τοίχο ένα τουφέκι του κυνηγιού γιομάτο – παλαιό τουφέκι του σπιτιού των – εξυπολήθηκε γρήγορα, εστάθη στο κατώφλι της πόρτας, εστήριξε το όπλο κατά γης, επέρασε το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδαριού στο σκανδάλι, έβαλε το στόμα της κάννας στο στόμα του – δυο στόματα, το ένα κρύο, παγωμένο, το άλλο φωτιά – . κ' επυροβόλησε.
Και τώρα ομπρός στο άτυχο το θύμα του σκληρόκοσμου η κακογλωσσιά έπαψε· άκουες μόνο λόγια, παρατήρησες άλλες. – Γιατί να σκοτωθή; τι τον έμελλε; δεν έφευγε; «Ο κόσμος δε σ' αφίνει ήσυχο σε καμμιά περίστασι», έλεγ' ένας που αγαπούσε να φιλοσοφή· σε φορτώνεται χωρίς να εξετάζη πολύ πολύ σε ποιά ψυχική κατάστασι να βρέθηκε ο άνθρωπος· για μια στιγμή μπορεί να αισθάνθηκε μέσα του το κενό, το χάος, μπορεί να τούλειψε ο νους και σε στιγμή λειποψυχίας, έδωκε τη βουτιά του στην αχόρταγη της ανυπαρξίας θάλασσα. Αφήστέ τον ήσυχο, Χριστιανοί μου!
Στην έρημη, τη φτωχή του κακότυχου ναύτη κηδεία ούτε παππάς, ούτε ψαλμωδία καμμιά.. μόνο μερικά δάκρυα μερικών πονόψυχων τον εσυνώδευσαν και την ύστερη στιγμή η αδερφή του – για τη γυναίκα του δε μιλώ – ερράντισε το βασανισμένο κουφάρι του με δάκρυα θερμά.
Η υστερνή του ήλιου αχτίνα εφώτισε το έρημο, το καταφρονεμένο μνήμα.
Λίγο