– Αδύνατος άνθρωπος αυτός ο Κυριάκος, είπεν ο παππά Κύριλλος και είνε φόβος μήπως τον καταφέρει και τονε στεφανώσει γιατί έχει και βοηθούς σαν κι' αυτόν.
– Ναι, έχει τον παππά Κρητικό, τον κατεργάρη και τον Γιάννη τον
Σερέτη τον συγγενή του γαμπρού, είπεν ο Γιώργης.
– Θαρρώ όμως πως δε θα τα καταφέρη, είπεν ο παππά Φίλιππος. Ο πατέρας της Αννέζας είνε τόσο εξαγριωμένος, που αν ο 'γούμενος δεν αφήκη ήσυχο τον γαμπρό, θα κάμη μεγάλα πράμματα. Έχει φίλο και το Δήμαρχο και θα λάβη τα μέτρα του, δε θ' αφήκη να του πάρουνε τον Κεριάκο.
Τη στιγμή εκείνη εφάνηκε ο 'γούμενος και η ομιλίες επαύσανε. Εκείνος όμως, αφού έρριξε μια ματιά στον αυλόγυρο του μπακάλικου, ετράβηξε κατά το πλησιέστερο αλώνι, εσύναξε τα ράσα του κ' εκάθησε στην ομαλότερη πέτρα του αλονόγυρου. Παρέκει ήταν τρία τέσσερα χωριανόπαιδα· ο 'γούμενος τα φώναξε, τους έδωκε μερικά στραγάλια που είχε στην τσέπη του και τάβαλε να παλέψουν, για να γελάση. Σ' ένα μέρος του αλωνιού ήταν ένας μεγάλος σωρός φασουλόφυλλα· εκεί απάνω ερρίχτηκαν τα παιδιά με φωνές και γέλοια, σπρώχνοντα το ένα τ' άλλο, όταν ένας χοίρος ασπρόμαυρος, με μεγάλη αγκαθωτή χαίτη, χωμένος στο σωρό μέσα, επετάχτηκε τρομαγμένος και με τη χαίτη, τα ρουθούνια και τα μάτια γεμάτα φύλλα, επήρε δρόμο με υπόκωφ' απορθουνίσματα σπέρνοντας μεγάλο τρόμο σε πέντ' έξη όρνιθες που με ανοιχτά τα φτερά και κακαρίζοντας, έτρεχαν σαν δαιμονισμένες, ενώ ένας μεγάλος πετεινός χρυσολαίμης, μακροπόδαρος, με το λαιμό τεντωμένο έδειχνε το θυμό του με την πιο δυνατή του φωνή, υποχωρώντας βήμα βήμα, με αξιοπρέπεια, σαν νάθελε να δείξη πως δεν πολυφοβάται το τετράποδο.
Στο παιχνίδι των παιδιών επήρε μέρος και ο 'γούμενος· έδινε σπρωξιές στα παιδιά και τα ρίχνε στο σωρό απάνω, τα εβουτούσε μέσα, κ' εξεκαρδιζότανε στα γέλοια. Σε λιγάκι εφώναξε το πιο τολμηρό παιδί.
– Δημήτρη του λέει· πάρε αυτή τη δεκάρα και την Κεριακή που θάρθω στο σχολείο με τον επιθεωρητή, εκεί που θα μιλούμε 'μεις, εσύ να έχης ένα κομμάτι παληόπανο να το κολλήσης από πίσω στο σουρτούκο του δασκάλου άκουσες;
Το παιδί εχαμογέλασε.
– Και σα με μαντατέψουνε; είπε.
– Ποιος θα το κάμη που τονε σκοτώνω; Να κάμης καθώς σου λέω και θα σου δώκω κι' άλλη μια δεκάρα.
Ο Δημήτρης υποσχέθη κ' έτρεξε να βρη τ' άλλα παιδιά, που εφεύγανε με φωνές. Ο παππά Συνέσιος έμεινε στο ίδιο μέρος και πότε ποτ' εγύριζε πίσω του κ' έβλεπε.
Αντίκρυ του τ' αμπέλια, νωποτρύγητα, και στ' αριστερά του τα γελαστά περιβόλια, γεμάτα ωμορφιά και χάρι, εξετύλυγαν, σε μεγάλη έκτασι, καταπράσινα χαλιά, περιφραγμένα από τοίχους ξεροτρόχαλους και μόνο πως τον γλυκύτατο, αμίμητο χρωματισμό, πού και πού, θαρρείς, εκηλίδωνε, θερισμένο ή χέρσο χωράφι, γεμάτο αγκάθια και ξερόχορτα, σαν που αμαυρώνουν, εδώ και εκεί, σταχτόμαυρα συννεφάκια, του καθάριου ουρανού το καταγάλαζο χρώμα. Δεξιά μεριά, κατά τη δύσι, της Κουκουλούς ο Γκρεμνός, αιωνόβιος γρανίτης, τεράστιος, γέρω γίγαντας επιβλητικός με τη στρογγυλή, σαν κρανίο ανθρώπινο, τη φαλακρή κεφαλή του, που ποιός