– Καλημέρα, πάτερ Άνθιμε.
– Καλό στο Σταυράκη· κάθησε.
– Θα φύω γλήγορα, είπεν ο Σταυράκης, γιατί έχω πότισμα· μόνον ήρθα κάτι να σου πω για το μαστρογούμενο!
– Τι είνε πάλι;
– Μ' έχει να με χαλάση, μπρε παιδί, για τον ψήφο μου.
– Πώς μαθές; αρώτηξεν ο καλόγηρος.
– Και καλά να ψηφίσω το κόμμα του καπτά Κοσμά.
– Και η γνώμη σου εσένα πια είνε;
– Εγώ ψηφίζω τον καπτά Φιλιππή πάντα, γιατί μούχει καλό καμωμένο.
– Να μείνης με τη γνώμη σου Σταυράκη, σου λέω γω.
– Ναι, πάτερ Άνθιμε, μα ο 'γούμενος μούπενε θυμωμένα, πως αν δεν ψηφίσω τον καπτά Κοσμά, θα με βγάλη απ' τον κήπο.
Ο Άνθιμος δεν απεκρίθην ευτύς.
– Και ήρθα είπεν ο Σταυράκης, να σε παρακαλέσω να του μιλήσης.
Και εθύμωσε κ' ελυπήθηκε ο Άνθιμος για την νέα ατιμία και για την απονιά του Συνέσιου.
– Θα του μιλήσω, Σταυράκη, του είπε, μα ό,τι κι' αν αποφασίση, εσύ δεν πρέπει να τον ακούσης· να κάμης ό,τι σου λε η συνείδησί σου. Κ' εγώ να σου πω εβαρέθηκα να τον βλέπω.
– Ο Σταυράκης έφυγε και ο Άνθιμος επήγε και ωμίλησε του Συνέσιου.
– Γιατί, 'γούμενε, βιάζεις τον Σταυράκη να μην ψηφίση εκείνον που θέλει;
– Γιατί είν' ανόητος και πρέπει να ακούη εμένα.
– Έχει τη συνείδησί του και θ ' ακούη ό,τι του λέει.
– Εγώ τονε ταΐζω, δεν τονε ταΐζ' η συνείδησί του, είπεν ο Συνέσιος.
– Όχι, γούμενε, είπεν ο Άνθιμος· τόνε ταΐζει ο κόπος του και τα χέρια του.
Ήταν πολύ αυστηρό το πρόσωπο του καλόγερου· ο Συνέσιος το παρετήρησε.
– Καλά, Άνθιμε, του είπε πιο μαλακά, θα σκεφτώ και θα κάμω.
– Ύστερα δεν είνε δική μας δουλιά να κάνωμε ψήφοι· είπεν ο Άνθιμος κ' έφυγε.
Μετά λίγες μέρες ο Άνθιμος έλαβε και άλλη χτυπιά, την υστερνή.
Μια βραδειά, το Μαριώ η Μυλωνού είχε τηγανίτες για την εορτή του αγοριού της και είχε προσκαλεσμένο το 'γούμενο και τον Άνθιμο. Ο καλόγερος δεν είχε πολλή όρεξι, επήγε όμως για να μην κακοφανή της γυναίκας.
Καλεσμένοι πολλοί, χωριανοί, χωριανές, γέροι, νέοι και παιδιά, έκαμαν ένα γλέντι τρικούβερτο. Τηγανίτες σωρός σε βρενιγάδια μέσα και σε σκουτέλες, εκοκκινοβολούσαν κ' ετραβούσαν την όρεξι τόσο, που σε λιγάκι σχεδόν άδειασαν η σκουτέλες και τα τσανάκια. Το ρετσινάτο και αυτό έτρεχε ρέμμα και η πολλή φλυαρία και τα τραγουδάκια έδειχναν μετά κάμποση ώρα, πως οι χωρικοί, άντρες και γυναίκες ετίμησαν καλά το συμπόσιο της κερά Μαριώς. Ο 'γούμενος έτρωγε κ' έπινε εις την πρώτη γραμμή κ' επαρακινούσε να τρώγη και τον Άνθιμο οπού ήταν άτολμος και δειλός σ' αυτά τα πράγματα. – Τρώγε, παλαβέ, του έλεγε κάθε λίγο και τον έκανε να κοκκινίζη με το ύφος του, οπού κάθε στιγμή εγινότανε πιο αδιάντροπο. Είχε κορώση πιο το ζεύκι, όταν άξαφνα ο παππά Συνέσιος σηκώνεται, αρπάζει από το χέρι τον Άνθιμο, τον τραβά κατόπι του και παγαίνει και καθίζει δίπλα σε μια χωριανή, νέα χήρα,