Και τώρα ο καλόγερος δε βρίσκεται στο Μοναστήρι και όλοι θυμούνται τον χαραχτήρα και τα λόγια του, χωρίς κανένας να έχη το θάρρος να τονε μιμηθή. Όλοι θυμούνται την αρετή του καλόγερου, που δεν υπόφερε τη παραμικρή διπροσωπία.
Τώρα ετοιμάζεται νέο δράμα από τον παππά Συνέσιο! θέλει να χαλάση καμωμένο αρρεβώνα και να παντρέψη την κουμπάρα του. Εβάλθηκε με τα όλα του και βοηθοί του είνε ο παππά Κρητικός και ο Γιάννης ο Σερέτης, δυο άξια υποκείμενα.
Και ο πατέρας όμως της αρρεβωνιασμένης κοπέλλας είνε άνθρωπος με χαραχτήρα, με δύναμι, με θέλησι· έχει φίλο και τον Δήμαρχο και είνε άγνωστο τι θαγενή.
Δύο μεγαλόσωμα, μελιτόχρωμα, ωμορφοκαμωμένα βώδια, ήταν ζεμμένα στο αλέτρι του γέρω Μήτρου. Βροχούλα ψιλή είχε πέση τη νύχτα και ο γέρος αποφάσισε να οργώση. Μικρόσωμος, κυρτωμένος λίγο, μα στιβαρός σα στομωμένο σίδερο, με ανοιχτά τα δασύτριχα, πλατειά του στήθια, ακουμπούσε στο αλέτρι απάνω το ζερβό του το χέρι για να διευθύνη το υννί και με το δεξί κρατώντας τη βουκέντρα, εκεντούσε τα ζα τα πολυδύναμα, οπού υπομονετικά και υπάκοα, ετέντωναν τον σκληρόσαρκο, πλατύτατο λαιμό τους κ' επροχωρούσαν με το βαρύ τους πάτημα. Το σίδερο έσκιζε με κόπο το λεπτόγαιο χωράφι, που αντιστέκετο όσο μπορούσε, λες και δεν ήθελε ν' ανοίξη τα σπλάγχνα του στο κρύο, το σκληρό, το άπονο σίδερο. Και ο γέρω Μήτρος ολοένα εκεντούσε, ομιλώντας πότε πότε με τα χτηνά του στη γλώσσα που τα συνείθισεν ν' ακούνε και το αυλάκι σιγά σιγά εμάκραινε και ο ήλιος ανέβαινε κ' εφλογοβολούσε κ' έψηνε το χώμα, ενώ μικροπούλια του κάμπου ποικιλόχρωμα, χαριτωμένα, καθισμένα στους θάμνους και στα χαμόκλαδα ή και στο νωποανασκαμένο χώμα, πίσω από το αλέτρι, εύθυμα, άφοβα, ωρμούσαν πότε πότε, σαν σαΐτες, ψηλά σ' ένα διάστημα, αφίνοντας και καμμιά χαροπή φωνούλα, άρπαζαν σ' τον αέρα κανένα έντομο και κατέβαιναν πάλι στα χαμόκλαδά τους, ή και εκυνηγούσε το ένα τ' άλλο, χωρίς καθόλου να φοβούνται τα βώδια και το γέρω Μήτρο, συντρόφους τους συνειθισμένους.
Μια στιγμή εστάθηκε ο γέρω Μήτρος ν' ανασάνη, όπου βλέπει κάποιον να έρχεται. Ήταν ο Κεριάκος ο αραβωνιαστικός της κόρης του Κοντοπάνη και μικρανεψιός του γέρου Μήτρου.
– Ώρα καλή, μπάρμπα, είπεν ο Κεριάκος, σαν ήρθε κοντά στο γέρο.
Конец ознакомительного фрагмента.
Текст предоставлен ООО «ЛитРес».
Прочитайте эту книгу целиком, купив полную легальную версию на ЛитРес.
Безопасно оплатить книгу можно банковской картой Visa, MasterCard, Maestro, со счета мобильного телефона, с платежного терминала, в салоне МТС или Связной, через PayPal, WebMoney, Яндекс.Деньги, QIWI Кошелек, бонусными картами или другим удобным Вам способом.