болеть νοσέω; ἀσϑενόω (о человеке); ἀλγέω (о теле, части тела).
болотный λιμναῖος 3.
болото λίμνη ἡ; ἕλος, εος τό; τέλμα, ατος τό.
болт κλείς, κλειδός ἡ.
болтать I (взбалтывать) κινέω.
болтать II (говорить) λαλέω; διαλέγομαι; εὐρεσιλογέω; κωτίλλω.
болтливый κωτίλος 3; λάλος 3.
болтовня λάλημα, ατος τό; λαλιά ἡ; φλυαρία ἡ.
боль ἄλγος, εος τό; ἄλγημα, ατος τό.
больница ἰατρεῖον τό.
больной νοσερός 3; νοσηματικός 3.
больше μᾶλλον; μειζόνως; больше всего μάλιστα; πλεῖστον.
большой μέγας, μεγάλη, μέγα; μακρός 3.
борец ἀϑλητής, οῦ ὁ; παλαιστής, ου ὁ.
бормотать ϑρυλέω.
борода πώγων, ωνος ὁ; γενειάς, άδος ἡ.
бородатый γενειήτης, ου.
борозда ἅλοξ, οκος ἡ; αὖλαξ, ακος ἡ; ὄγμος ὁ.
бороздить χαράσσω.
борона ἄροτρον τό.
боронить ἀρόω.
бороться ἀγωνίζομαι; ἀϑλέω; δηριάω; παλαίω.
борт τοῖχος ὁ.
борьба ἀγών, ῶνος ὁ; ἆϑλος ὁ; πάλαισμα, ατος τό.
босой ἀνυπόδητος 2.
ботинок ἀρβύλη ἡ; κόϑορνος ὁ.
бочка πίϑος ὁ; πιϑάκνη ἡ.
бочонок πιϑάκνη ἡ.
боязливый δειλός 3.
боязнь φόβος ὁ; δεῖμα, ατος τό; δέος, ους τό.
бояться φοβέομαι; σεβάζομαι; δείδω; δειμαίνω; ἀποδειλιάω.
браво εὖγε.
брага μέϑυ, υος τό.
брак γάμος ὁ.
бракосочетание ὑμέναιος ὁ.
бранить ὀνειδίζω; ἐπιπλήσσω; λοιδορέω; μέμφομαι.
бранный βλάσφημος 2; λοίδορος 2.
брань λοιδορία ἡ; λοιδόρημα, ατος τό.
браслет ἕλιξ, ικος ἡ; ψέλιον τό.
брат ἀδελφός ὁ m; двоюродный брат ἀνεψιός ὁ; αὐτανέψιος ὁ.
братский ἀδελφικός 3; ἀδελφός 3.
братство ἀδελφότης, ητος ἡ.
брать λαμβάνω; αἱρέω; брать взаймы δανείζομαι; -ся ἐγχειρέω; ἐπιχειρέω (предпринимать); λαμβάνομαι.
брачный γαμήλιος νυμφεῖος 3 и 2; брачные ложе ϑάλαμος ὁ.
бревно δοκός ἡ; ξύλον τό.
бред παράνοια ἡ; μανία ἡ.
бредить παρανοέω; λυσσάω; μαίνομαι.
брезгливый ὀκνηρός 3.
брезговать ὀκνέω.
бремя ἄχϑος, εος τό; ζυγόν τό.
британец Βρεττανικός, οῦ ὁ.
британский Βρεττανικός 3.
бритва ξυρόν τό; μαχαιρίς, ίδος ἡ.
брить ξυρέω; ψιλόω.
бровь ὀφρύς, ύος ἡ.
брод πόρος ὁ; διάβασις, εως ἡ.
бродить I (странствовать) πλανάομαι; κυλίνδομαι; ἀλαίνω; περιπολέω.
бродить II (о вине, пиве) ζυμόομαι.
бродяга ἀγύρης, ου ὁ; πτωχός ὁ.
бродячий πλανητός 3.
бронза χαλκός ὁ.
бронзовый