араб Ἄραψ, αβος ὁ
аргумент ἀπόδειξς, εως ἡ; πειϑώ, οῦς ἡ.
арена ἄμμος ἡ.
аренда μίσϑωσις, εως ἡ; μίσϑωμα, ατος τό; ἐνοίκιον τό (жилья); сдавать в аренду μισϑόω; брать в аренду μισϑόομαι.
арендатор μισϑωτής, ου ὁ
арендовать μισϑόομαι.
арест σύλληψις, εως ἡ (задержание); φυλακή ἡ (заключение).
арестовать, арестовывать συλλαμβάνω; συναρπάζω.
аристократический ἀριστοκρατικός 3
аристократия ἀριστοκρατία ἡ.
арифметика ἀριϑμητική ἡ.
арифметический ἀριϑμητικός 3.
аркан σειρά ἡ.
армейский στρατιωτικός 3.
армия στρατός ὁ; στρατιά ἡ; στράτευμα, ατος τό; σύνταγμα, ατος τό.
армянский Ἀρμένιος 3.
аромат εὐωδία ἡ; ὀδμή ἡ.
ароматный εὐώδης 2.
арсенал σκευοϑήκη ἡ; ἀποϑήκη ἡ.
артерия ἁρτηρία ἡ.
артикль ἄρϑρον τό.
артикулировать φϑέγγομαι.
артист ὑποκριτής, οῦ ὁ; μῖμος ὁ; τέκτων, ονος ὁ; τεχνίτης, ου ὁ (художник).
артишок σκόλυμος ὁ.
арфа κίϑαρις, ιος ἡ; κιϑάρα ἡ; φόρμιγξ, ιγγος ἡ; σαμβύκη ἡ (маленькая).
архаичный ἀρχαῖος 3; παλαιός 3.
архангел ἀρχάγγελος ὁ.
архив γραμματοφυλάκιον τό.
архитектор ἀρχιτέκτων, ονος ὁ.
архитектура ἀρχιτεκτονία ἡ.
архитектурный ἀρχιτεκτονικός 3.
архонт ἄρχων, οντος ὁ.
арьергард ὀπισϑοφυλακία ἡ; οὐραγία ἡ.
аспект κατάστασις, εως ἡ; σχῆμα, ατος τό.
астролог ἀστρολόγος ὁ.
астрология ἀστρολογία ἡ.
астроном ἀστρονόμος ὁ.
астрономический ἀστρονομικός 3.
астрономия ἀστρονομία ἡ.
асфальт ἄσφαλτος ἡ.
атака προσβολή ἡ; εἰσβολή ἡ.
атаковать προσβάλλω; εἰσβάλλω; προσπίπτω; εἰσπίπτω; ἐπιχειρέω; ὑπαντάω; ὑπαντιάζω.
атаман ληστάρχης, ου ὁ.
атеист ἄϑεος ὁ.
атлантический Ἀτλαντικός 3.
атлет ἀθλητής, οῦ ὁ; παλαιστής, ου ὁ
атлетический ἀθλητικός 3; γυμναστικός 3.
атмосфера ἀήρ, ἀέρος ὁ.
атом ἄτομος ἡ.
атрий (главное помещение в доме) αἴϑριον τό.
аудитория ἀκροατήριον τό.
аукцион ἀποκήρυξις, εως ἡ; продавать с аукциона ἀποκηρύσσω.
афинский Ἀθηναῖος 3
афинянин Ἀθηναῖος ὁ
африканец Λίβυς, υος ὁ.
африканский Λιβυκός 3.
ах! ἰού! ἰώ! οἴμοι! φεῦ! ὤ!
Б
бабушка τήϑη ἡ; μάμμα ἡ.
багаж σκευή ἡ; σκεῦος, εος τό.
багор κοντός ὁ; κορμός ὁ.
багровый πορφύρεος 3; φοίνικεος 3.
бадья ἀγγεῖον