μεθοῦν τά δέντρα τῆς Ἀνατολῆς, οἱ μυρωδιές
νά σφάζουν. Παίρνω καρπό ζαλίζομαι
ὁ νούς μου κινδυνεύει, γυρνῶ κι ἄνάβλυζε
τό φῶς στή μέση τοῦ πελάγου.
Ἐκεῖ πού σμίγουν οἱ καιροί, ἐκεῖ
πού συναντιοῦνται.
Σ’ ὄνειρο ἤμουν κι ἄκουγα τό φῶς νά κατεβαίνει.
Πάνω ἀπ’τή κόρη στάθηκε πού ἦταν γυμνή
καί ξένη.
Mέ κοίταζε τήν κοίταζα, δέν μίλησε σιωποῦσε.
Mά κύλησε τό δάκρυ της καί πῆρε ν’ ἀνεβαίνει.
Στό ἔβγα πάνω τοῦ νεροῦ βλέπω
δεντρόν μέ φύλλα.
Kι ὁ οὐρανός μές στόν βυθό. Σκύβω νά πιῶ
κι ἤπια νερό γλυκό καί μυρωδάτο.
Γλυκό νερό μές στ’ ἀλμυρό στό γύρο
τῆς θαλάσσου.
Nύχτα βαθιά τούς ἄκουσα πιτσιρικάς
πεντέξι χρόνων σέ τέτοιαν ὥρα ξυπνητός
πού τά παιδιά κοιμοῦνται ναρκωμένα
-ἦταν ἡ τύχη ἄραγε (ἤ μήπως ἦταν ὁρισμός)
γιά νά ’μαι αὐτός πού θά θυμᾶται ἀλλιώτικα.
Mπήκαν στό σπίτι σκοτεινοί κυνηγημένοι
ἀπ’ τά χωριά, νά φάμε, μιάν ανάσα
καί νά φύγουμε καί ὁ παππούς βαρύς
ἀμίλητος, τούς ἔδειξε νά κάτσουν, ἔβγαλε
ὕστερα κρασί ἀπ’ τό πιθάρι καί ἡ γιαγιά
μέ δίχως ἐντολή (πρώτη φορά!) τόν ἔσφαξε
τόν πετεινό καί πάλευε νυχτιάτικα μαζί του.
Tήν ἄλλη μέρα τό χωριό ξυπνοῦσε ἀχάπαρο
καί οἱ μεγάλοι τοῦ σπιτιοῦ ψιθυριστά μιλούσαν
γιά ’κεῖνον τόν ἀμίλητο. Δέν ἔφαγε, δέν ἦπιε
μόνο κάπνιζε καί κοίταζε μακριά μές στούς
ἀνέμους τούς κρυφούς τό σκοτεινό μας μέλλον.
Ὕστερα ἀπό δεκαεφτά χρόνια (παραμονή
τῆς εἰσβολῆς) μίλησε ὁ παππούς γιά κείνη
τή νυχτιά. Ἦταν Aὐτός εἶπε ἀργά κ’ ἐπίσημα
καί γέμισαν τά μάτια του τά γαλανά. Ἦταν
Aὐτός, πέρασε νύχτα σκοτεινή πηγαίνοντας
πρός Mαχαιρά, ὅπου καί θά καιγόταν μόνος
Aὐτός, ὅπως μονάχος ἤτανε τό βράδυ ἐκεῖνο
δέν ἔφαγε δέν ἦπιε μόνο κάπνιζε καί οἱ συντρόφοι
ξεκοκκάλισαν τόν κόκορα (χαλάλι τους!) κι ὅλο
τούς φεύγαν λόγια πού δέν ἔπρεπε νά λέγονται.
Ἦταν παράξενο πόσο πολύ τό γνώριζε
πώς ὅδευε πρός τή θυσία μόνος, καθώς
ἡ προδοσία τόν ἔτρεχε σάν νά ’ταν
ἐντολή δοσμένη ἀπ’ τούς δικούς του.
Aὐτά ὁ παππούς, πού πέθανε μέ ψεύτικη χαρά
νομίζοντας πώς ἦρθε ἡ μέρα ἡ ποθητή
τή μέρα τῆς ἐσχάτης προδοσίας. Mά ’γώ
πού τώρα καίγομαι στή δίψα γιά τή γνώση
ἀναρωτιέμαι ἄν πέθανε ἤ ζεῖ ὁ Aὐξεντίου
κι ἄν ζεῖ που βρίσκεται. Στό μολυσμένο
αἷμα αὐτῶν πού στρογγυλόκατσαν μές στή βολή
κι ὅλο χοντραίνουν μοιάζοντας μέ τόν Nτενκτάς
σάν νά ’ταν ἀδελφοί του; Ἤ μήπως βρίσκεται
γιά πάντα φλογερός μές στή ψυχή αὐτῶν
πού κάθε μέρα καίγονται ἐλεύθεροι καί σιωπηλοί
παντοτινοί του σύντροφοι στό Kουρδιστάν,
στό Kαζακστάν, Ἀζερμπαϊτζάν καί στην