ἀπό ποῦ μᾶς ἦρθαν, πῶς
θά τά μοιράσουμε. Τό δίκαιον
λαλεῖ πρῶτα νά κάνουμε ἴσους
κλήρους κι ὕστερα νά κληρώσουμε
καί ὅ,τι ππέσσει στόν καθένα.
Ἔτσι τό θέλω. Ὄι ὅπως τό ’καμε ὁ κύρης
κι ὁ παππούς μου πού θκιοῦσαν στόν καθένα
ὅ,τι ἤθελαν σάν νά ’τανε δικά τους,
σάν νά τά εἶχαν κάμει μέ τούς κόπους τους.
Αὐτά μᾶς ἦρθαν. Εἶναι μοῖρες.
Καί πρέπει νά πάει στόν καθένα
τό σωστό μοιράσιν. Εἴμαστε μεγάλη
οἰκογένεια. Μεγάλον μάλιν.
Γι’ αὐτό κι ἐφτάσαν ἕως ἐμάς (τόσες
γενιές μοιράσια!) κλῆροι καλοί.
Νά νιώθουμε πώς ἔχουμε στή γῆ μας
ρίζες. Καί τώρα ἀκοῦστε τά ὀνόματα
τῶν τόπων πού ἔχουμε περιουσίαν.
Κι ὕστερα τραβῶ τούς κλήρους.
Εἶστε πέντε ἀδέλφια, πέντε μοῖρες.
Ἕναν προστάθιν στοῦ Συρκάνου κι ἕναν
εἰς τόν Σκουτελλήν. Εἰς τόν Πέρα Συρκάνον
κι εἰς τά Mαναστῆρκα, εἰς τές Xρυσομηλιές
κι εἰς τά Λιβάθκια, οὖλλα μαζίν δώδεκα
σκάλες καί τρία προστάθκια, ππέφτουν σας
πού θκιόμισυ σκάλες σχεδόν. Εἰς τοῦ Kαρμίρη,
στήν Mαύρην Συκιάν κι εἰς τό Πηγάδιν
ρίζουμεν σαράντα σκάλες τζιαί τέσσερα
προστάθκια. Στόν Ἔξω Λάκκον, ἀππέξω
τοῦ χωρκοῦ καί εἰς τά Ἁλώνια ὡραῖοι
περβολότοποι τζιαί τό νερόν τρεχούμενον,
κοσπέντε σκάλες. Mοιράζουνται ἀκριβῶς
στά πέντε. Μές τό χωράφιν τῆς Zαπφείρας
στήν Φρακτήν ἔχουμε κάμποσα δεντρά.
Ἐλιές τζιαί τερατσιές, δέκα τζιαί πέντε ρίζες.
Στοῦ Πόθου, στόν Τερατσωτόν,
στούς Ρκάτζιηδες,
στές Χαλαζιές, ἔνι τό μάλιν μας πολλήν,
πάσιν εἰς τόν καθένα εἴκοσι σκάλες καθαρές.
Εἰς τοῦ Ἀντούσιη ἔχουμε πέντε ρίζες
ἀθασιές ππέφτει σας ’ποῦ μιά. Στοῦ Σίρηχα
κι εἰς τόν Λουφκιάν, στόν Ἅη Γιώρκη,
στήν Δέησιν τζι εἰς τήν Γεραμπελιάν
εἴχαμε, μάνα μου, πολλά, ἀμμά ἐξηλείψαν τα
οἱ προκομμένοι οἱ παπποῦδες σας
τζι ὁ τζιύρης μου, πού έν ἐκουμαντάραν:
τό παλιάμπελον ἐπῆεν στοῦ Δημήτρη
τοῦ γιοῦ τοῦ Στρατουρᾶ, ὁ Mιχαήλης
τῆς Σαλώμης ἔφαν τά Κοκκινόγια
ὁ παπά Bασίλης τήν Λαξιάν τοῦ Σταυρινοῦ
τζι ὁ Mπεναρδής ὁ Κρητικός τό πιό ὄμορφον
περβόλιν μας, ἀντίπερα τῶν Ἁλωνιῶν.
Мойры 7
Однажды утром нас собрала Андроники,
сказала: все здесь. Права на собственность,
договора. Что мы имеем,
откуда получили это, как
разделим. По справедливости
сначала сделаем пять равных долей
и после бросим жребий –
пускай что выпадет кому, то выпадет.
Я так хочу. Не так, так делали отец
и дед, отписывая каждому
что им самим хотелось, как если бы
все им принадлежало, все они создали.
Это пришло к нам. Так было угодно мойрам.
Каждому из вас должна достаться
по