Ἀφήγηση (ἀποσπάσματα)
Часть вторая
Рассказ 11 (фрагменты)
[Ἀπό τό πρῶτο μέρος μέ τίτλο «Παρόν μές στό παρόν»]
Kαλύτερα πού σιώπησα μές στή σιωπή
χορεύουν ὅλα τοῦ νοῦ σου τά φαντάσματα
θά βγαίνουν κάθε βράδυ καί θά ’χεις
συντροφιά πολύτροπη, τερατική, στίς ὧρες σου
τίς σκοτεινές πού θές ν’ ἀλλάξεις τή μορφή
τό πρόσωπο καί τό ρυθμό. Tίς νύχτες σου
τίς σκοτεινές πού κυβερνοῦν σκιές
ὁ φόβος σου κι ὁ πανικός, οἱ ἐφιάλτες
μιᾶς ζωῆς πού μοίρασες στό διαρκές ταξίδι, ἰσορροπώντας τόσο δύσκολα
μικρό παιδί σ’ ἀπύθμενο πηγάδι
πάνω ἀπ’ τόν γκρεμό τοῦ μαύρου χάους…
Mικρό παιδί πιτσιρικάς σ’ ἀπύθμενο πηγάδι.
[Из первой части «Настоящее в настоящем»]
И лучше, что я замолчал и молча слушал:
кружат и пляшут призрачные порождения
твоего ума, и за порог вместе с тобой выходит
каждый вечер вихрь хитроумный и
чудовищный, в минуты сумерек, когда ты
хочешь превратиться в существо иное, лик
иной, иную душу. Ночами темными твоими
правят тени, твой страх и паника, твои
кошмары жизни – постоянного скитания,
неверной поступи детских беззащитных стоп,
что балансируют на краешке бездонного
колодца, над темным хаосом, над глубиною
пропасти…
Ребенок, мальчишка в бездонном колодце.
[Ἀπό τό δεύτερο μέρος μέ τίτλο «Παρελθόν μές στό παρόν»]
Γυμνό παιδί πιτσιρικάς τούς κάμπους
δρασκελώντας, φαράγγια, λόφους, ροτσερές
ξιβούνια καί καψότοπους. Στεγνά ποτάμια
ἔγκλειστα, «λαξίθκια μου σφαλιστικά»
μέ τήν ψυχή στίς ξόβεργες.
Kαί ὁ παππούς μισόκατσε στήν ἄκρη
στό ποτάμι, μισάνοιξε τήν πέτσινή του
βούρκα καί σύρε, πρόσταξε, νά δεῖς
τίς βέργες, κίνησα κι ὅπως ξεμάκραινα
τόν εἶδα πού μασούλαγε τό λιγοστό
ψωμί καί τό σκληρό χαλλούμι.
Mικρό παιδί πιτσιρικάς μές στά περβόλια
τ’ ἄνυδρα.
«Ὄρη, βουνά μοναξικά» καί τό σχολειό
μιά κόλαση, πῶς ζήσαμε, πῶς μεγαλώσαμε
μές τόσο φόβο μ’ ἐκεῖνες τίς χαραματιές
χαρᾶς πρωί τῆς Kύπρου κι ἔστεκες
χακί κοντοπαντέλονο καί ἀλατζά
πουκάμισο κάτι στίς τσέπες φούσκωνε.
Ἔχω πουλιά μοῦ κάνεις, φύγαμε
σέ μιά πλαγιά καθήσαμε στό τρυφερό
χορτάρι. Δέν εἶχε πιό γλυκό φαϊ
στή μυρισμένη μέρα… μά τό φρικτόν
μυστήριον ὁπού μᾶς παραστέκει…
στή ζώστρα τοῦ βουνοῦ κατάκρυα βρύση
σκύβω νά πιῶ κι εἶδα μορφή δέν εἶχα
καταλάβει πώς μεγάλωσα, ὀμόρφηνα
τόν κτύπον ἔνιωσα βαθιά μές στήν ψυχή μου.
Ἄνοιξε πόρτα κι ἄκουσα δεντρά μεμυρισμένα
πανθαύμαστα, πανέμνοστα,