Και τότε το πνεύμα μου διεπεράσθη, ως υπό εντόνου μουσικής απηχήσεως, από την σκέψιν της ηδείας γαλήνης, την οποίαν μόνον θα χαρούμεν εις τον τάφον. Η σκέψις αύτη μου ήλθε σιγά-σιγά, σχεδόν ιεροκρυφίως, και μου εφάνη ότι διήρκεσε πολύ, έως ου να λάβω τελείως συνείδησιν. Αλλ' εκείνην την στιγμήν ακριβώς που κατώρθωνα ν' αντιληφθώ αυτήν και να την αφομοιώσω, αι σκιαί των δικαστών εξηφανίσθησαν ως διά μαγείας.
Τα μεγάλα κηροπήγια εξηφανίσθησαν ωσαύτως, αφού ολότελα έσβυσαν αι φλόγες των.
Το έρεβος και τα σκότη επεκράτησαν. Πάσα αίσθησίς μου εφάνη σβεννυμένη, ως εάν η ψυχή μου εις μίαν πτώσιν ιλιγγιώδη και παράφορον έτεινε να χαθή εις τον Άδην. Τότε η σιωπή, η ηρεμία και η νυξ απετέλεσαν ολόκληρον το περί εμέ σύμπαν.
Ελιποθύμησα, αλλά δεν μπορώ να ειπώ ότι περιέπεσα εις πλήρη αναισθησίαν. Το ολίγον που μου έμενεν ακόμη από την συναίσθησιν των συμβαινόντων μάτην θα προσπαθήσω να το ορίσω ή καν να δώσω μίαν αμυδράν ιδέαν αυτού. Δεν είχα εντελώς εκμηδενισθή. Εις τον βαθύτερον ύπνον, εις το παραλήρημα, εις την λιποθυμίαν, εις αυτό το βάθος του τάφου, ποτέ δεν απόλλυται το παν τελείως.
Άλλως δεν θα υπήρχεν αθανασία διά τον άνθρωπον.
Όταν εγειρώμεθα από τον βαθύτερον ύπνον, θραύομεν το αραχνώδες νήμα του ονείρου, οιονδήποτε και αν είναι τούτο. Εντούτοις έν δευτερόλεπτον κατόπιν (τόσον το νήμα είναι εύθραυστον) δεν ενθυμούμεθα αν ωνειρεύθημεν. Κατά την επάνοδον εις την ζωήν, η οποία επακολουθεί την λιποθυμίαν, παρουσιάζονται δύο στάδια: κατά πρώτον η συνείδησις της ηθικής ή πνευματικής υπάρξεως, κατά δεύτερον δε η συνείδησις της φυσικής υπάρξεως. Εάν φθάσαντες εις το δεύτερον στάδιον αναμνησθώμεν των συναισθημάτων όσα εδοκιμάσαμεν εις το πρώτον, είναι δυνατόν να υποθέσωμεν ότι θα ευρίσκωμεν πολύ πλούσια συναισθήματα εις αναμνήσεις του πέραν του κόσμου τούτου. Και το βάραθρον λοιπόν αυτό τι είναι επί τέλους; Πώς τουλάχιστον να ξεχωρίσωμεν τα σκότη, μεταξύ αυτού του σκότους και του σκότους του τάφου;
Αλλ' εάν δεν κατορθώνωμεν να επαναφέρωμεν κατά βούλησιν τα συναισθήματα, τα οποία μας επαρουσιάσθησαν κατά το παρ' εμού επικληθέν πρώτον στάδιον, τούτο δεν σημαίνει ότι πολύ βραδύτερον δεν είναι δυνατόν τα αυτά συναισθήματα να επαναβλύσωσιν αυθορμήτως και να μας εκπλήξωσι με το μυστήριον της προελεύσεώς των.
Πρέπει να μη έχη κανείς ποτε λιποθυμήσει διά να μη αναγνωρίση εις τας φλόγας, που βγάζουν τα ξύλα μέσα στο τζάκι, ανάκτορα και κεφάλια φανταστικά και κεφάλια ανθρώπων πολύ γνωστών, διά να μη ανακαλύψη μέσα στης σπίθες οράματα θλίψεως, τα οποία οι κοινοί άνθρωποι δεν μπορούν να διακρίνουν, διά να μη ονειροπολήση επί του αρώματος νέου άνθους, διά να μη παρακολουθήση διά της σκέψεως κάποιαν μουσικήν φράσιν, η οποία ουδέποτε προηγουμένως προσείλκυσε την προσοχήν του.
Εις τας επανειλημμένας και πεισματώδεις προσπαθείας προς αναζωπύρησιν της μνήμης μου, εις την διάπυρον επιμονήν προς περισυλλογήν μερικών ρακών από την φαινομενικήν ταύτην κατάστασιν της εκμηδενίσεως, εις ην η