– Επιτρέψατε, φίλε μου, είπεν ο κ. Μαγιάρ απευθυνόμενος προς εμέ, επιτρέψατε να σας στείλω ολίγο μοσχαράκι και περιμένω την κρίσιν σας.
Ακριβώς αυτήν την στιγμήν τρεις εύσωμοι υπηρέται έφθασαν και κατέθεσαν άνευ δυσκολίας επί της τραπέζης μίαν κολοσσιαίαν πιατέλλαν, περιέχουσαν, όπως μου εφάνη τουλάχιστον, το περίφημον τέρας.
Εν τούτοις, αφού το εξήτασα καλώς, ανεκάλυψα ότι όλο αυτό το θηρίο δεν ήτο τίποτε άλλο παρά ένα μικρό μοσχαράκι ψητό, ολόκληρο σερβιρισμένο με ένα μήλο εις τα δόντια, απαράλλακτα όπως εις την Αγγλίαν σερβίρεται ο λαγώς.
– Όχι, ευχαριστώ, απήντησα. Να σας ειπώ την αλήθειαν δεν έχω ιδιαιτέραν κλίσιν προς το μοσχαράκι με κουνουπίδια. Ποτέ δεν έμεινα ευχαριστημένος με το ζώον αυτό. Θα επροτιμούσα να το ανταλλάξωμε με ολίγο κουνέλι.
Εις τα άκρα της τραπέζης διέκρινα πιάτα με κουνέλια, τα οποία μου εφάνησαν καμωμένα κατά τον γαλλικόν τρόπον, φαγητόν το οποίον σας συνιστώ ιδιαιτέρως.
– Πέτρε, εφώναξεν ο αμφιτρύων μου, πάρε το πιάτο του κυρίου και σερβίρισέ του μίαν καλήν μερίδα κουνελιού-γάτου.
– Τι, είπατε!
Ηρώτησα.
– Κουνελιού-γάτου.
Μου απήντησε.
– Να σας πω την αλήθεια, σας ευχαριστώ. Προτιμώ να πάρω μόνος ένα κομμάτι χοιρομέρι.
– Διάβολε, είπα, δεν γνωρίζει κανείς τι τρώγουν εις το τραπέζι των αυτοί οι άνθρωποι των επαρχιών. Δεν θέλω δι' όλον τον κόσμον το κουνέλι-γάτον τους, όπως διά τους ιδίους λόγους δεν θα ήθελα τον γάτον τους-κουνέλι.
– Και έπειτα, λέγει κάποιος με σκελετώδη φυσιογνωμίαν από το άλλο άκρον της τραπέζης συνεχίζων την ομιλίαν, είχομεν επί τινα καιρόν μεταξύ άλλων παρομοίων παραδειγμάτων και ένα ο οποίος επίστευεν ακραδάντως ότι ήτο τυρί της Κορδούης, και ο οποίος κραδαίνων ένα μαχαίρι εις το χέρι προσεκάλει τους φίλους του να κόψουν ένα κομμάτι καταμεσής του μηρού του.
– Ήτον ένας μεγάλος τρελλός, συμφωνώ, διέκοψεν ένας άλλος συνδαιτυμών. Αλλά δεν ηδύνατο κανείς να τον παραβάλη προς ένα πρόσωπον, το οποίον όλοι γνωρίζομεν εκτός του ξένου μας. Ούτος ενόμιζεν ότι ήτο φιάλη σαμπάνιας και διαρκώς έφευγε κραυγάζων πότε πουμ και πότε πςς . . . ς, ως εξής:
Και ο διηγούμενος ταύτα έβαλε τον λειχανόν της δεξιάς χειρός του εις το αριστερόν μάγουλον και κτυπών αυτό και πλαταγίζων την γλώσσαν του εζητούσε να μιμηθή τον κρότον, τον οποίον κάμνει η σαμπάνια όταν αφρίζουσα εξέρχεται από την φιάλην. Ο τρόπος αυτός, όπως παρετήρησα, δεν έγινε και τόσον αρεστός εις τον κ. Μαγιάρ. Αλλ' ούτος ων άνθρωπος του κόσμου δεν απέδειξε το παραμικρόν και η συνομιλία επανελήφθη από ένα μικροσκοπικόν άνθρωπον πολύ λεπτόν και με μεγάλην περρούκαν.
– Και έπειτα, είπεν, ήταν ένας τρελλός, ο οποίος εφαντάζετο τον εαυτόν του για βάτραχον και, μα την αλήθειαν, είχε μίαν τρομακτικήν ομοιότητα προς το ζώον αυτό, λυπούμαι δε διότι δεν τον είχατε ιδή, είπεν αποτινόμενος προς εμέ· θα καταδιεσκεδάζατε βλέποντες με πόσην επιτηδειότητα και φυσικότητα έπαιζε τον ρόλον του. Κύριε, εάν αυτός ο άνθρωπος