<Τη βάψαμε>, είπε μέσα του ο Ντρου. Ωστόσο Θα διακινδύνευε μία τελευταία απέλπιδα προσπάθεια.
<Γιατί ρωτάς;> είπε διστακτικά.
<Έτσι, από καθαρή περιέργεια>, είπε ο ΜακΚίντοκ, αυτή τη φορά πονηρά. <Από το παράθυρο είδα να περνά η Μπράις με μερικά κουτιά και αναρωτήθηκα αν περιείχαν ινδικά χοιρίδια για το εργαστήριό σας. Ξέρεις, είχα την εντύπωση κάτι ζωντανό κινούταν σε αυτά τα κιβώτια. Τι λες γι’ αυτό;>
<Εντάξει. Δεν γίνεται να σου κρύψει κανείς κάτι, ΜακΚίντοκ>, παραιτήθηκε ο Ντρου. <Έχουμε πράγματι δοκιμάσει την Ανταλλαγή με τη χρήση φυτών και ζώων, και όλα πήγαν τέλεια, τουλάχιστον στον βαθμό που μπορέσαμε να δούμε μέχρι τώρα>. Πήρε μια βαθιά ανάσα. <Δεν ήθελα να σε κρατήσω στο σκοτάδι, ήθελα απλώς να πάρω λίγο χρόνο για περισσότερες δοκιμές, προτού δώσω διαβεβαιώσεις>.
<Καταλαβαίνω>. Και αυτή τη φορά ο Πρύτανης συγκατένευσε με κατανόηση και εκτίμηση για την τιμιότητα του Ντρου. <Ωστόσο, στη θεωρία θα ήταν δυνατόν να μεταφερθούν άνθρωποι;> ρώτησε κοιτάζοντας τον Φυσικό ίσια στα μάτια.
Ο Ντρου δεν είχε περιθώρια, έτσι δεν δίστασε άλλο.
<Ναι. Θεωρητικά, ναι. Όταν θα έχουμε ένα κατάλληλο Μηχάνημα, όταν αυτό θα έχει δοκιμαστεί όπως πρέπει, και αν υπάρχει νομική δυνατότητα να το πράξουμε, ναι, μπορούμε να μετακινήσουμε ανθρώπους>, ολοκλήρωσε με μια ανάσα.
Ο ΜακΚίντοκ έλαμπε. Η κούραση της ημέρας είχε φύγει σαν ένα φύσημα του ανέμου να το είχε πάρει μακριά. Σηκώθηκε και περπάτησε γύρω από το γραφείο. Άπλωσε το χέρι του στον Ντρου και έσφιξε θερμά το δικό του.
<Φανταστικό, φίλε μου. Απίστευτο και φανταστικό>, τον συνεχάρηκε με ειλικρίνεια.
<Ευχαριστώ, ΜακΚίντοκ. Τώρα, όμως, θα πάω σπίτι. Είμαι πραγματικά εξαντλημένος. Τα λέμε αύριο>.
<Γεια σου, Ντρου> τον χαιρέτησε ο Πρύτανης, κοιτώντας τον να βγαίνει λίγο σκυφτός από το γραφείο.
Ο Ντρου έφτασε στο σπίτι και έκανε, αμέσως, ένα ντους.
Η μεγάλη ένταση της ημέρας υποχώρησε μαζί με το νερό της μπανιέρας και ο ίδιος ένιωσε να πεινά σαν λύκος. Η αδελφή του είχε ήδη ετοιμάσει το δείπνο, όπως ταίριαζε σε έναν άνθρωπο τέλειο και ακριβή όπως εκείνη, και έφαγαν μαζί κουβεντιάζοντας περί ανέμων και υδάτων.
<Πώς είναι η φίλη σας από το Λιντς;> ρώτησε για την ιστορία ο Ντρου. <Πλέον, πας σε εκείνη κάθε Σαββατοκύριακο. Πρέπει να έχετε πολλά κοινά ενδιαφέροντα. Με την ευκαιρία, πώς τη λένε;>
Η Τιμορίνα σήκωσε το δεξί φρύδι της, έκπληκτη από το ξαφνικό ενδιαφέρον του για τα προσωπικά ζητήματα της. O Ντρου, σπάνια ρωτούσε κάτι που την αφορούσε άμεσα, βυθισμένος όπως ήταν στη δουλειά και τις μελέτες του.
Εξεπλάγη, μα στη συνέχεια πρόσεξε ότι εκείνο το βράδυ ο αδελφός της είχε πολύ καλή διάθεση.
<Είσαι χαρούμενος απόψε, Λέστερ>, απάντησε παρατηρώντας τον. <Γιατί;>
<Άριστα αποτελέσματα σε μία μελέτη. Δεν συμβαίνει συχνά>, εξήγησε αόριστα, μην μπορώντας να μπει σε λεπτομέρειες. <Για πες για τη φίλη σου>.
Η Τιμορίνα συνειδητοποίησε ότι