Στο εργαστήριο έπεσε νεκρική σιγή.
Ήταν σαν η παγωνιά από ένα σκοτάδι πιο βαθύ από ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί ο άνθρωπος, να έπεσε πάνω τους και να κρυστάλωσε τα μυαλά και τις συνειδήσεις τους.
Η Νόβακ έμεινε όρθια στον πίνακα, με την κιμωλία στο χέρι.
Πέρασε ένα ολόκληρο λεπτό, όπου κανείς δεν κινήθηκε και μετά ο Κομπαγιάσι πλησίασε στον πίνακα, πήρε μία κιμωλία κι έκανε μερικούς υπολογισμούς σε ένα ελεύθερο τμήμα της επιφάνειας του πίνακα.
<Όχι>, είπε στο τέλος. <Δεν μπορεί να είναι έτσι. Η συνάρτηση της τριάδας μετατόπισης δείχνει ότι η ισχύς αυξάνεται μόνο κατά το τετράγωνο της απόστασης, ανεξάρτητα από τον όγκο του χώρου που ανταλλάσσεται. Υποθέτοντας, λοιπόν, ότι διατηρείται σταθερά αυτός ο όγκος, αυτό θα καθορίσει ακόμη και αυτό που θα απορροφήσει το «Τίποτα» από την ενέργεια που εισάγουμε στο πείραμα, ενόσω οι δύο χώροι ταξιδεύουν προς τον νέο τους προορισμό. Δεν βλέπω γιατί αυξάνοντας την απόσταση ανταλλαγής και διατηρώντας σταθερό τον όγκο, το «Τίποτα» θα μπορούσε να αυξήσει τη δυνατότητα απορρόφησής του>.
Η Νόβακ κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα, σκεπτόμενη μανιωδώς.
Μετά από μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα ρίγησε ολοφάνερα, χλομιάζοντας ακόμη περισσότερο.
<Όχι…όχι…είναι τρέλα, ασύλληπτο>, τραύλισε, <Δεν είναι δυνατόν>.
<Τι πράγμα, καθηγήτρια Νόβακ;> ρώτησε θορυβημένος ο Κομπαγιάσι.
<Αυτό!> κι η Νόβακ έδειξε τον Σύνδεσμο που είχε σχεδιάσει στον πίνακα.
Οι άλλοι κοιτούσαν σαν χαζοί.
<Μα δεν καταλαβαίνετε;> φώναξε. <Αλλοιώνουμε απευθείας το «Τίποτα»! Ο Σύνδεσμος σχηματίζεται από το «Τίποτα»! Γίνεται από το «Τίποτα»! Ο χώρος Α μπαίνει στο «Τίποτα» και ξαναβγαίνει στη θέση του χώρου Β, ο οποίος καταλήγει στη θέση του χώρου Α, περνώντας από το «Τίποτα»!>
Αυτό αποπροσανατόλισε εντελώς τους παρευρισκόμενους. Ήταν σαν να έχαναν τη γη κάτω από τα πόδια τους. Σαν κάθε τους βεβαιότητα, κάθε βάση πάνω στην οποία είχαν χτίσει τις γνώσεις τους να πετάγονταν, έτσι ξαφνικά.
<Μα πώς γίνεται…πώς μπορεί κάτι που υπάρχει…>, τόλμησε να πει ο Ντρου<…κάτι που υπάρχει…να μπει στο «Τίποτα», παύοντας έτσι απλά να υπάρχει και να ξαναβγαίνει από το «Τίποτα», ξεκινώντας πάλι να υπάρχει με τις ίδιες αρχικές ιδιότητες, αλλά σε κάποιο άλλο μέρος;>
Η Νόβακ ακούμπησε ένα χέρι στο μέτωπο και ακούμπησε στον πίνακα. Φαινόταν να ζαλίζεται. Η Μαόκο την πλησίασε και την πήρε από το μπράτσο, πηγαίνοντάς την να καθίσει στην πλησιέστερη καρέκλα. Πήγε να της φέρει ένα ποτήρι νερό, το οποίο η Νορβηγίδα δέχτηκε με ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης.
<Αυτό είναι ένα καθαρά φιλοσοφικό ζήτημα>, απάντησε η Νόβακ στον Ντρου,