Η Σίνθια ηρέμησε, ο οργασμός τελείωσε και η ανάσα επανήλθε στα κανονικά της επίπεδα. Τον κοίταξε στο πρόσωπο με μάτια που έβγαζαν αστραπές και του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στο αριστερό μάγουλο.
<Μαλάκα!> φώναξε, μετά απομακρύνθηκε από εκείνον, κατέβηκε στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε αμέσως.
Ο ΜακΚίντοκ δεν κινήθηκε καθόλου και παρέμεινε ντροπιασμένος να κοιτά το ταβάνι, με το μάγουλό του να καίει σαν αναμμένο κάρβουνο.
Είχε εκσπερματίσει, μόλις άρχισε να επιταχύνει η Σύλβια.
Βαθιά νύχτα.
Η Σίνθια κοιμόταν ελαφριά και ξύπνησε αμέσως, όταν το κεφάλι της συνειδητοποίησε την αλλαγή του ήχου στο βάθος. Μέχρι τώρα, το δωμάτιο ήταν πολύ ήσυχο, αλλά τώρα, μία φωνή κάτι μουρμούριζε.
Γυρίζοντας αργά το κεφάλι της, η Σίνθια αναζήτησε την πηγή εκείνης της φωνής και στο φως που είχε απομείνει είδε τον ΜακΚίντοκ να μιλά στον ύπνο του. Ήταν ακόμη απλωμένος, όπως τον άφησε, φορώντας μόνο το ανοικτό μπουρνούζι και η χροιά της φωνής του όλο και πιο ιδιαίτερη με κάθε λέξη που πρόφερε:
<Ἄρτεμιν ἀείδω χρυσηλάκατον, κελαδεινήν,
Η Σίνθια αναγνώρισε τον ομηρικό ύμνο νούμερο 27, με τίτλο «Στην Άρτεμη» και αφιερωμένο στη Θεά.
Τον ήξερε πολύ καλά, αφού από όλους τους ύμνους που γράφτηκαν προς τιμήν της Αρτέμιδας, αυτός ήταν ο αγαπημένος της.
Ο ΜακΚίντοκ συνέχιζε απτόητος, σαν να απάγγελνε στο μάθημα:
<τρομέει δὲ κάρηνα
ὑψηλῶν ὀρέων, ἰάχει δ’ ἔπι δάσκιος ὕλη δεινὸν ὑπὸ κλαγγῆς θηρῶν, φρίσσει δέ τε γαῖα πόντος τ’ ἰχθυόεις: ἣ δ’ ἄλκιμον ἦτορ ἔχουσα πάντη ἐπιστρέφεται θηρῶν ὀλέκουσα γενέθλην>
Στην πραγματικότητα, η απαγγελία ήταν έντονη, εκφραστική κι εκείνος συμμετείχε με όλο του το είναι. Στο μυαλό του ΜακΚίντοκ εκείνο το άσμα θα πρέπει να ήταν αποτυπωμένο με όλη την επεξήγηση που του έδινε. Έτσι, όλο αυτό έβγαινε και κατά τη διάρκεια της ασυνείδητης απαγγελίας.
<Αὐτὰρ ἐπὴν τερφθῇ θηροσκόπος ἰοχέαιρα,
εὐφρήνῃ δὲ νόον, χαλάσασ’ εὐκαμπέα τόξα ἔρχεται ἐς μέγα δῶμα κασιγνήτοιο φίλοιο, Φοίβου Ἀπόλλωνος, Δελφῶν ἐς πίονα δῆμον, Μουσῶν καὶ Χαρίτων καλὸν χορὸν ἀρτυνέουσα.>
Σε αυτό το σημείο, η Σίνθια άρχισε να απαγγέλλει χαμηλόφωνα, ακολουθώντας τον ΜακΚίντοκ.
<ἔνθα κατακρεμάσασα παλίντονα τόξα καὶ ἰοὺς
ἡγεῖται χαρίεντα περὶ χροὶ̈ κόσμον ἔχουσα, ἐξάρχουσα χορούς: αἳ δ’ ἀμβροσίην ὄπ’ ἰεῖσαι ὑμνεῦσιν Λητὼ καλλίσφυρον, ὡς τέκε παῖδας ἀθανάτων βουλῇ τε καὶ ἔργμασιν ἔξοχ’ ἀρίστους. χαίρετε, τέκνα Διὸς καὶ Λητοῦς ἠυκόμοιο: αὐτὰρ ἐγὼν ὑμέων τε καὶ ἄλλης μνήσομ’ ἀοιδῆς..>
Ο ύμνος είχε τελειώσει και ήταν γεμάτος αίγλη, θαυμάσιος, αφήνοντάς βαθιά ικανοποιημένη.
Πολλά