– Αααααα! Το καημένο το κροκοδειλάκι (а-а-а, бедного крокодильчика; ο κροκόδειλος)!
Στον Κατακλυσμό, ο Νώε, έχει συγκεντρώσει ένα ζευγάρι από όλα τα είδη των ζώων.
Ανάμεσά τους, είναι κι ένα βατραχάκι που τον έχει ζαλίσει στις ερωτήσεις.
Μια μέρα, έρχεται το βατραχάκι και ρωτάει το Nώε:
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Πατάτες! του απαντάει ο Νώε.
Την επόμενη μέρα…
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Πατάτες! του απαντάει πάλι ο Νώε.
Την τρίτη μέρα…
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Πατάτες!
Την τέταρτη μέρα…
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Σήμερα, απαντάει εκνευρισμένος ο Νώε, θα φάμε ένα πράσινο ζωάκι με μεγάλο στόμα!
Και το βατραχάκι, σουφρώνοντας όσο περισσότερο μπορούσε το στόμα του:
– Αααααα! Το καημένο το κροκοδειλάκι!
Ο Πόντιος πάει σε ένα περίπτερο (понтиец идет в киоск). Ρωτάει τον περιπτερά (спрашивает продавца киоска; ο περιπτεράς):
– «Αγγλικά ξέρεις (английский знаешь);»
– «Όχι,» απαντάει ο περιπτεράς (нет, отвечает продавец). «Καλά,» λέει ο Πόντιος και φεύγει (ладно, говорит понтиец и уходит). Πάει σε ένα άλλο και ξαναρωτάει (идет в другой и снова спрашивает; ρωτάω; ξανα- – /прист./ снова, опять):
– «Αγγλικά ξέρεις;»
– «Όχι,» λέει και αυτός ο περιπτεράς (нет, говорит и тот продавец). «Καλά,» λέει ο Πόντιος και φεύγει. Τελοσπάντων, αφού είχε γυρίσει πολλά περιπτερά (наконец, после того, как он обошел много киосков; γυρίζω – кружиться, вращаться; прогуливаться), πάει και σε ένα τελευταίο περίπτερο (идет в последний киоск; πηγαίνω). Το ίδιο πάλι (то же самое снова).
– «Αγγλικά ξέρεις;» ρωτάει ο Πόντιος τον περιπτερά.
– «Ναι,» λέει ο περιπτεράς (да, отвечает продавец)! Και λέει ο Πόντιος (тогда понтиец говорит).
– «Ε φέρε μου τότε ένα Marlboro (э, подай: «принеси» мне тогда Marlboro; φέρνω)!»
Ο Πόντιος πάει σε ένα περίπτερο. Ρωτάει τον περιπτερά:
– «Αγγλικά ξέρεις;»
– «Όχι,» απαντάει ο περιπτεράς. Καλά λέει ο Πόντιος και φεύγει. Πάει σε ένα άλλο και ξαναρωτάει:
– «Αγγλικά ξέρεις;»
– «Όχι,» λέει και αυτός ο περιπτεράς. Καλά λέει ο Πόντιος και φεύγει. Τελοσπάντων, αφού είχε γυρίσει πολλά περιπτερά, πάει και σε ένα τελευταίο περίπτερο. Το ίδιο πάλι.
– «Αγγλικά ξέρεις;» ρωτάει ο Πόντιος τον περιπτερά.
– «Ναι λέει ο περιπτεράς!» Και λέει ο Πόντιος.
– «Ε φέρε μου τότε ένα Marlboro!»
Η δασκάλα στο μαθητή (учительница – ученику; ο μαθητής):
– Γιατί δεν προσπαθείς να φτιάξεις λίγο τα γράμματά σου (почему ты не стараешься исправить свой почерк: «свои буквы»?; φτιάχνω – делать, изготовлять; поправлять, приводить в порядок; το γράμμα);
– Γιατί άμα μεγαλώσω θέλω να γίνω γιατρός (потому что, когда вырасту, хочу стать врачом; άμα – как только; когда; μεγαλώνω – выращивать, воспитывать; расти, вырастать; μεγάλος