– «Τι λες ρε γιατρέ τώρα; Και τα πολύ δυσάρεστα ποια είναι δηλαδή;»
– «Σε ψάχνω από χθες!..»
Μια βραδιά ο πατέρας του Τοτού είχε καλεσμένους στο σπίτι και τον έστειλε να πάρει κόκα κόλα (однажды вечером отец Тотоса пригласил домой гостей и послал его купить кока-колы; έχω; στέλνω; παίρνω – брать; покупать). Πάει λοιπόν ο Τοτός και κατά λάθος (и вот идет Тотос и по ошибке), μπαίνει στο χασάπικο (заходит в мясную лавку).
Αφηρημένος όπως ήταν ζητάει του χασάπη μια κόκα κόλα (рассеянный как обычно: «как был», просит у мясника кока-колу; αφηρημένος – абстрактный, отвлеченный; рассеянный; ο χασάπης). Ο χασάπης του λέει ότι δεν έχει και αυτός φεύγει (мясник ему говорит, что у него ее нет: «что не имеет», и тот уходит). Πάει στο σπίτι και το λέει του πατέρα του ότι δεν είχε το μαγαζί (идет /он/ домой и говорит отцу, что в магазине /кока-колы/ нет). Αυτός του είπε να ξαναπάει (/а/ тот сказал ему сходить снова; λέω).
Ξαναπάει λοιπόν στο χασάπικο (итак, он снова идет в мясную лавку; ξανά – вновь, еще раз; ξαναπηγαίνω) και ξαναλέει του χασάπη να του δώσει κόκα κόλα (и опять говорит мяснику, чтоб дал ему кока-колы; ξαναλέω; δίνω). Ο χασάπης του λέει ότι δεν έχει (мясник ему говорит, что у него ее нет) και ότι αν του το ξαναπεί, θα τον κρεμάσει ανάποδα (и что, если он ему еще раз скажет /такое/, тот подвесит его верх ногами; κρεμάω; το πόδι – нога).
Ο Τοτός ξαναζητάει λοιπόν και τον πιάνει ο χασάπης και τον κρεμάει ανάποδα (и вот Тотос снова просит, и берет его мясник и вешает верх ногами; ξαναζητάω; πιάνω).
Έτσι όμως που τον κρέμασε (вися таким образом: «как его повесили»), βλέπει ο Τοτός ένα αρνί κρεμασμένο και το ρωτάει (видит Тотос барана, подвешенного /за ноги/, и спрашивает его):
– «Και εσύ για κόκα κόλα ήρθες (и ты за кока-колой пришел?; έρχομαι);»
Μια βραδιά ο πατέρας του Τοτού είχε καλεσμένους στο σπίτι και τον έστειλε να πάρει κόκα κόλα. Πάει λοιπόν ο Τοτός και κατά λάθος, μπαίνει στο χασάπικο.
Αφηρημένος όπως ήταν ζητάει του χασάπη μια κόκα κόλα. Ο χασάπης του λέει ότι δεν έχει και αυτός φεύγει. Πάει στο σπίτι και το λέει του πατέρα του ότι δεν είχε το μαγαζί. Αυτός του είπε να ξαναπάει.
Ξαναπάει λοιπόν στο χασάπικο και ξαναλέει του χασάπη να του δώσει κόκα κόλα. Ο χασάπης του λέει ότι δεν έχει και ότι αν του το ξαναπεί, θα τον κρεμάσει ανάποδα.
Ο Τοτός ξαναζητάει λοιπόν και τον πιάνει ο χασάπης και τον κρεμάει ανάποδα.
Έτσι όμως που τον κρέμασε, βλέπει ο Τοτός ένα αρνί κρεμασμένο και το ρωτάει:
– «Και εσύ για κόκα κόλα ήρθες;»
Έσκαβε ο Τοτός στην αυλή του μια τρύπα (выкопал Тотос во дворе ямку: «отверстие»; σκάβω). Περνούσε ο γείτονας και είδε τον Τοτό να σκάβει (проходил сосед и увидел, как Тотос копает; περνάω; βλέπω). Τον ρωτάει (спрашивает его):
– Τι κάνεις εκεί μικρέ (что ты там делаешь, малыш; κάνω);
– Πέθανε το καναρίνι μου και το θάβω (умерла моя канарейка, и я ее хороню; πεθάνω), αποκρίνεται ο Τοτός με σκυμμένο το κεφάλι (отвечает Тотос с поникшей