«Εν κατακλείδι, έχουμε τις εξής επιλογές: συλλογή ανθρώπινου αίματος και συλλογή αίματος από διάφορα ζώα και δεν ξέρουμε αν θα δουλέψει κανένα από τα δύο. Κάτι άλλο;»
«Θα μπορούσαμε ή ίσως όχι...»είπε.
«Έλα, πες το, χαζό ή όχι. Είμαστε απελπισμένοι και θα σκεφτούμε κάθε πιθανή λύση» είπε η μητέρα τους.
«Θα μπορούσα να γίνω Μουσουλμάνος, να έχω τέσσερις γυναίκες οπότε θα είχαμε ακόμα τέσσερις δωρητές αίματος, κι αν η κάθε μία έκανε από τέσσερα παιδιά, τότε θα είχαμε ακόμα δεκαέξι δωρητές αίματος και...»
«Ναι, εντάξει, Ντεν, ευχόμουν να μην είχα ρωτήσει. Το επόμενο που θα προτείνεις είναι να εκπορνευτεί η αδερφή σου και να χρεώνει δύο πίντες αίμα!»
Η Ντιν κοκκίνισε με τη σκέψη και σοκαρίστηκε που η μητέρα της που το είπε η μητέρα της, αλλά ο Ντεν το καλοσκεφτόταν μέχρι που τον κλότσησε η μητέρα του.
«Όπως το βλέπω, έχουμε ακόμα δύο προβλήματα που δεν τα έχουμε σκεφτεί ακόμα» είπε η Ντεν.
«Η θεία Ντα είπε ότι ο μπαμπάς πρέπει να εγκρίνει το σχέδιο μας επειδή πρέπει να το πιει και χρειαζόμαστε κάτι για αύριο».
«Ίσως να χρησιμοποιήσουμε το αίμα της κατσίκας για αύριο καθώς φαίνεται ότι άρεσε στον πατέρα σας σε σχέση με τη γεύση του κοτόπουλου, αλλά έχεις δίκιο, Πρέπει να βρούμε κάτι πιο μόνιμο σύντομα. Μπορούμε να ρωτήσουμε τη θεία αργότερα. Όσον αφορά τον πατέρα σας, θα πρέπει να τρώει ό,τι του δίνουμε και να είναι ευγνώμων, μέχρι να δυναμώσει και να αποφασίζει μόνος τους το διατροφικό του πρόγραμμα, αλλά σίγουρα θα είναι ευγνώμων που τον σκεφτήκατε».
Όταν κι οι τρεις χάθηκαν στις σκέψεις του, η Ντα ξύπνησε.
«Βρήκατε καμιά ιδέα ή να προτείνω λύσεις;»
«Όχι, θεία» παραδέχτηκε η Γουάν «Ο Ντεν είχε κάποιες ιδέες, αλλά δεν είναι εφαρμόσιμες. Δυστυχώς, μείναμε με τις προτάσεις που είπες πριν λίγες ώρες».
«Φαντάστηκα ότι αυτό θα γινόταν, αλλά για να είμαι ειλικρινής, δεν υπάρχει εύκολη λύση στο πρόβλημα. Κι εγώ, επίσης, απέκλεισα όλα μου τα γιατροσόφια, αλλά αρχίζει και βραδιάζει και έχω κουραστεί, οπότε μπορεί κάποιος από εσάς να με πάει σπίτι και να σκεφτούμε καλύτερα το θέμα;»
«Περίμεναν να γυρίσει ο Ντεν πριν φάνε, ελέγξουν τα ζώα, κάνουν ντους εναλλάξ και περνώντας τις τελευταίες στιγμές της μέρας πριν πάνε για ύπνο νωρίς καθώς ήταν όλοι συναισθηματικά μουδιασμένοι. Ωστόσο, η αλήθεια ήταν ότι κανείς δεν ήθελε να ανέβει πάνω και να είναι μόνος του με έναν βρικόλακα, οπότε προτιμούσαν να ανέβουν όλοι μαζί.
Η Γουάν δεν ήθελε να κοιμηθεί μαζί του, αλλά ένιωθε υποχρεωμένη, κι ως μεγαλύτερη, ανέβηκε πρώτη, με ένα κερί στο χέρι και τα παιδιά να την ακολουθούν.
Σταμάτησαν στο γαμήλιο κρεβάτι και τον κοίταξαν. Ο Χενγκ ήταν καθιστός στο κρεβάτι, με χλωμό πρόσωπο, και κοραλλί μάτια που έλαμπαν στο σκοτάδι.
«Καλησπέρα, οικογένεια!» είπε με σιγανή βραχνή φωνή.
Πήγαν κι οι τρεις στα κρεβάτια τους, αλλά δεν μπορούσαν να πάρουν τα μάτια τους από τον Χενγκ που δεν κουνιόταν και κοιτούσε μπροστά του.
1 3. Ο ΒΡΙΚΟΛΑΚΑΣ ΧΕΝΓΚ
Όταν ξύπνησαν το πρωί,