Η Ντα πήρε την τσάντα της κι έβγαλε τα βρύα που ήταν τυλιγμένα στο φύλλο μπανάνας.
«Αυτά είναι τα ούρα του πατέρα σας. Δείτε!» Τους έβαλε φωτιά. «Η φωτιά τρεμοπαίζει λόγω της υγρασίας, αλλά δείτε, δεν υπάρχει χρώμα, ούτε αλάτι, ούτε βιταμίνες, τίποτα στο αίμα. Έχει μόνο νερό στις φλέβες του ακόμη κι αν κοκκινωπό. Μπορούμε να του κάνουμε αφαίμαξη αργότερα και να το ελέγξετε αν θέλετε. Αν είχε αληθινό αίμα, τα βρύα θα είχαν ήδη ξεραθεί και θα φαινόταν το χρώμα τους καθώς καίγονταν. Το ίδιο και με την πέτρα, κοιτάξτε! Ο Χενγκ έφτυσε εδώ, αλλά δεν υπάρχει καθόλου, αλάτι, μόνο νερό. Ο πατέρας σας δεν έχει καθόλου αίμα, ούτε σταγόνα!»
«Είναι άσχημο αυτό, θεία σαμάνε;» ρώτησε ο Ντεν.
«Άσχημο; Ο άνθρωπος δεν ζει χωρίς αίμα! Σ' αγαπώ πολύ, Ντεν, αλλά μερικές φορές φέρεσαι χαζά! Το μυαλό σας μόνο στο σεξ, όπως όλα τα αγόρια της ηλικίας σου! Και να με λες θεία εκτός του ιερού.
Ο πατέρας σας μεταμορφώθηκε σε βρικόλακα. Δάγκωσε κανέναν από εσάς πρόσφατα;»
«Όχι, θεία, αλλά ίσως δάγκωνε τις κατσίκες, δεν μπορούμε να ξέρουμε», είπε ο Ντεν.
«Αυτό είναι σοβαρό, πολύ σοβαρό. Έχω ακούσει ξανά τέτοιες περιπτώσεις, αλλά δεν είχα δει ξανά σε όλη τη μακρά ζωή μου».
«Ο πατέρας μου έγινε βρικόλακας; Περιμένετε να το πω στους φίλους μου. Χενγκ, ο Βρικόλακας! Αυτό είναι φανταστικό!» είπε ο Ντεν.
«Θα πεθάνει σύντομα;» ρώτησε η Ντιν.
«Προσπαθούμε να τον σώσουμε, βάζουμε τα δυνατά μας κι αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να το μάθει κανείς. Ντεν! Κατάλαβες! Κανείς μα κανείς, χαζό αγόρι! Είσαι σίγουρη ότι αυτό το αγόρι είναι της οικογένειας Λι, Γουάν;»
Έριξε ένα κατηγορηματικό βλέμμα στη Γουάν, η οποία την κοιτούσε βλοσυρά με όση ασέβεια είχε επιστρατεύσει απέναντι σε μία ηλικιωμένη που μόλις έσωσε τον άντρα της από τον θάνατο.
«Ορίστε, αυτές είναι οι επιλογές σας. Στην τελική, δική σας είναι η απόφαση, και των τεσσάρων, αφού θα πρέπει να προμηθεύεστε το ''γιατρικό'' που θα δίνετε στον Χενγκ για όλη την υπόλοιπη ζωή του καθώς δεν υπάρχει άλλη γιατρειά για την κατάστασή του».
Η Ντα έγειρε πίσω σε ένα από τα στηρίγματα της οροφής κι έκλεισε τα μάτια της σαν να έκλεινε ένα βιβλίο και τελείωνε τη συνεδρία της.
Η οικογένεια την κοίταξε και μετά κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον αναρωτιόνταν