Κάθε πρωί για τις επόμενες ημέρες, ερχόταν στο μικρό του διαμέρισμα στο δρόμο για τη σχολή της, και όταν επέστρεφε το βράδυ, του μαγείρευε το δείπνο του. Φρόντιζε τις πληγές του καθώς επουλώνονταν, και εκτός από το να φτιάχνει τα γεύματά του, τακτοποιούσε και καθάριζε το διαμέρισμα του.
Η υγεία του βελτιωνόταν σιγά-σιγά και μπορούσε πια να τα κάνει όλα μόνος του.
Πήγαινε κάθε μέρα κούτσα-κούτσα στο μαγαζί της γειτονιάς για να ψωνίσει και επέστρεφε για να ετοιμάσει το φαγητό έτσι ώστε όταν εκείνη έφτανε το βράδυ να μπορεί να μείνει για να φάνε μαζί το δείπνο που είχε ετοιμάσει. «Μου φαίνεται ότι δε με χρειάζεσαι πια», του είπε ένα βράδυ.
«Τι; Φυσικά και σε χρειάζομαι», είπε. «Πώς θα τα καταφέρω χωρίς εσένα;».
«Τα κατάφερνες και πριν, έτσι δεν είναι; Τα πας πολύ καλύτερα, και νομίζω ότι ήρθε η ώρα να επιστρέψεις στα μαθήματά σου».
«Ναι, έτσι είναι, υποθέτω. Θα ήθελες να βρεθούμε πάλι αργότερα;»
«Γιατί όχι; Ξέρω πού μένεις και εσύ ξέρεις από πού παίρνω το λεωφορείο».
Εκείνο το βράδυ πήγαν μαζί σε ένα μπαρ και μετά πήγαν στο διαμέρισμά του για να φάνε το δείπνο που εκείνη επέμενε να μαγειρέψει. «Είναι η σειρά μου αύριο», είπε ο Τζιουζέπε.
Τις εβδομάδες που ακολούθησαν συναντήθηκαν πολλές φορές. Εκείνος πήγαινε στη στάση να τη χαιρετήσει όταν έφτανε, ή όταν οι παραδόσεις των μαθημάτων του αργούσαν εκείνη τον περίμενε σε ένα μπαρ κοντά στο διαμέρισμα. Τη σύστησε σε κάποιους φίλους του από τη σχολή, αλλά είχε ο καθένας τη δική του ζωή.
Καθώς τα μαθήματα στη σχολή του τελείωναν και κόντευαν οι τελικές εξετάσεις, οι επαναλήψεις και η προετοιμασία για τις εξετάσεις τους εμπόδισαν να συναντιούνται τόσο συχνά. Πάντως δεν έχαναν ευκαιρία για να βρίσκονται. Μοιράζονταν την ίδια αγάπη για την όπερα και έκλειναν τις φθηνότερες θέσεις όρθιων στο θέατρο για να παρακολουθήσουν τις παλιές αγαπημένες όπερες των Βέρντι, Μπελίνι ή Ροσίνι, ή μία από τις καινούριες του νέου συνθέτη, του Πουτσίνι.
Την τελευταία μέρα των εξετάσεων την έβγαλε για φαγητό και είχαν ένα εορταστικό γεύμα με σαμπάνια.
«Είναι κάτι που θέλω να σε ρωτήσω», της είπε. Εκείνη τον κοίταξε, γεμάτη ανυπομονησία. «Είμαστε καλοί φίλοι;».
«Φυσικά και είμαστε! Τι σε κάνει να το ρωτάς αυτό;».
«Λοιπόν, είναι που…, ξέρεις, θα ήθελα να είμαι για σένα κάτι παραπάνω από φίλος». Έγινε κατακόκκινος από ντροπή. «Βλέπεις, σε συμπαθώ πάρα πολύ, το ξέρεις, έτσι δεν είναι; Και ελπίζω να με συμπαθείς κι εσύ!».
«Ναι, Τζιουζέπε. Φυσικά και σε συμπαθώ. Μου έσωσες τη ζωή, θυμάσαι;».
«Όχι, όχι μόνο γι’ αυτό, σταμάτησε για λίγο. «Θέλω να πω, ότι νομίζω ότι είμαι….».
«Τι;». Τον κοίταξε με προσήλωση. «Τι προσπαθείς να μου πεις;».
Και επιτέλους της μίλησε: «Τα μαθήματά μου τώρα τελείωσαν και πρέπει να φύγω, για να βρω δουλειά, οτιδήποτε. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι δε θα σε βλέπω πια». Την κοίταξε με μάτια γεμάτα αγωνία, περιμένοντας μια απάντηση. Eκείνη σοβάρεψε και τον κοιτούσε σκεφτική.
«Αυτό