Χαλάρωσε, αφέθηκε στην επιρροή της ρυθμικής αναπνοής της Σίνθια, και μέσα σε λίγα λεπτά αποκοιμήθηκε.
Τα φώτα των αυτοκινήτων στην οδό Παρκ γίνονταν όλο και πιο αραιά και τελικά εξαφανίστηκαν, αφήνοντας τον δρόμο έρημο, να φωτίζεται μόνο από τις λάμπες που υπήρχαν στις δύο πλευρές του. Στον Κόλπο δεν κινούταν τίποτα και τα φώτα θέσης των πλοίων ήταν τόσο σταθερά, ώστε έδιναν την εντύπωση ότι ακόμα και τα ίδια τα πλοία κοιμούνταν, γέρνοντας στο σκοτεινό νερό.
Μέσα στο διαμέρισμα υπήρχε η απόλυτη σιωπή, την οποία έσπαγε μόνο η ανάσα της Σίνθια πάντα βαθιά, κοιμισμένη.
Γύρω στις τρεις το πρωί, μέσα στο σκοτάδι, μια χαμηλή φωνή υπερκάλυψε εκείνη την αναπνοή.
<Θα τους μεταφέρουμε, ναι, εμείς θα τους μεταφέρουμε παντού ... αυτούς και τα υπάρχοντά τους ...> ο ΜακΚίντοκ μιλούσε στον ύπνο του, <... και τα πακέτα και τα δοχεία, τα πάντα θα ... Ναι, με το Μηχάνημα ... από εδώ εκεί, πατήστε ένα κουμπί και είστε ήδη εδώ ... ούτε που θα το καταλάβεις ότι θα έχεις ήδη φτάσει εδώ ...> μουρμούρισε τις λέξεις, αλλά ήταν κατανοητός <... με το Μηχάνημά σου, Ντρου, αλλά πώς την εφηύρατε ... άλλαξες την ιστορία, Ντρου ...>
Εκατό μέτρα από το κτίριο, ένα φορτηγό, που έφερε το έμβλημα μίας εταιρίας εγκατάστασης κεραιών, σταμάτησε σε έναν χώρο στάθμευσης δίπλα σε ένα άλλο κτίριο, σαν ο τεχνικός να γύριζε στο σπίτι, για ύπνο μετά από μια μέρα δουλειάς. Χαρακτηριστικές ήταν οι δύο κεραίες στην οροφή του φορτηγού, οι δύο λευκοί ανακλαστήρες εκ των οποίων ο ένας κοιτούσε αριστερά κι ο άλλος δεξιά, ελαφρά προσανατολισμένοι προς τα πάνω. Διαφήμιζαν καλά τη δραστηριότητα που υποδήλωνε το έμβλημα που είχε επικολληθεί στην καφέ πινακίδα του οχήματος. Ωστόσο, από τη δεξιά κεραία ξεκινούσε ένα καλώδιο που κρυβόταν μέσα σε μία σφραγισμένο τρύπα στην οροφή του φορτηγού κι έμπαινε στον χώρο αποσκευών. Εκεί, οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ηλεκτρονικά όργανα. Διάφοροι στρατιωτικοί δέκτες στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλον σε ένα rack26. Κάθε δέκτης ήταν σε θέση να λάβει ένα ορισμένο αριθμό