<Τι πράγμα; Στο Πεκίνο;…>, ο Πρύτανης είχε μπερδευτεί.
<Έτσι ακριβώς, ΜακΚίντοκ>, τόνισε ο Ντρου, <η συσκευή μας είναι σε θέση πραγματοποιεί την ανταλλαγή, σε απόσταση η οποία θεωρούμε ότι εξαρτάται από τις ρυθμίσεις του, αλλά σίγουρα, μιλάμε για χιλιόμετρα, εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες.>
<«Θεωρούμε» με ποια έννοια;>, ο ΜακΚίντοκ είχε επανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης.
<Με την έννοια ότι δουλέψαμε απόψε και καταφέραμε να αντλήσουμε πολλά θεμελιώδη στοιχεία, ως προς τη λειτουργία της συσκευής, ενώ πρέπει ακόμη να καθορίσουμε το πού στοχεύει η συσκευή και πώς μπορούμε να διαφοροποιήσουμε αυτές τις συνισταμένες. Εφόσον, η ανταλλαγή δεν είχε σαν προορισμό το εσωτερικό του εργαστηρίου, προφανώς, προς στιγμήν, αυτό παραμένει ένα δεδομένο το οποίο πρέπει να προσδιορίσουμε>.
Τον Ντρου αυτό το «θεωρούμε», τον έκανε να χάσει το πλεονέκτημα που είχε στον Πρύτανη, κι αυτό μπορούσε να αποτελέσει πρόβλημα.
Εκείνη τη στιγμή, άκουσε φασαρία στη Γραμματεία. Ένα χτύπημα στην πόρτα, έντονα βήματα και μία διαπεραστική φωνή, η οποία επιτιθόταν στη γραμματέα, μετά κι άλλα έντονα βήματα, με πολύ χτύπημα τον τακουνιών κι η πόρτα του Πρύτανη, ξαφνικά άνοιξε διάπλατα, με την καθηγήτρια Μπράις να μπαίνει ορμητικά και να προχωρά με αποφασιστικότητα ως το γραφείο, αδιαφορώντας για τους επισκέπτες.
Ανάμεσα στις ανοιχτές πόρτες, η γραμματέας ξαφνιασμένη άπλωσε τα χέρια και κούνησε το κεφάλι, εξηγώντας έτσι στον Πρύτανη ότι δεν κατάφερε να τη σταματήσει.
<Πρύτανη ΜακΚίντοκ!> ξεκίνησε η γυναίκα με αλλοιωμένη φωνή, σχεδόν ουρλιάζοντας, <αυτή τη φορά παράγινε το κακό! Κοιτάξτε τι βρήκα, σήμερα το πρωί, στην πολυθρόνα του γραφείου μου!>
Η καθηγήτρια κράδαινε μία διάφανη πλαστική σακούλα, η οποία περιείχε διάφορα μικροαντικείμενα με ποικίλα χρώματα.
<Έφτασα στο γραφείο, κάθισα και, ξαφνικά, κατάλαβα ότι από κάτω είχα αυτό το πράγμα. Κοιτάξτε χάλι: γυαλί, μέταλλο, πλαστικό και ωωωω, αποφάγια! Μου κατέστρεψαν τη φούστα και δεν ξέρω αν μπορώ να την επιδιορθώσω. Οι δευτεροετείς φοιτητές, αυτή τη φορά, υπερέβησαν τα εσκαμμένα και περιμένω ότι θα λάβετε τα απαραίτητα μέτρα. Από πλευράς μου, έχω ήδη τον τρόπο για να τους τακτοποιήσω!>
Κατά τη διάρκεια του λογιδρύου, ο Ντρου κι ο Μαρρόν, άσπρισαν, ξαφνικά: πράγματι, αναγνώρισαν στο περιεχόμενο της σακούλας, τα υλικά που είχαν ανταλλαχθεί, κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το μυστήριο του πού έδειχνε η συσκευή είχε λυθεί, αλλά τώρα υπήρχε ένα πιο άμεσο πρόβλημα.
Ο ΜακΚίντοκ είχε μείνει ανέκφραστος μπροστά στον παροξυσμό της Μπράις. Πράγματι, τέτοιες φάρσες συνέβαιναν συνέχεια, με αξιοσημείωτη συχνότητα, κι εκείνος γνώριζε ότι αυτή η περίπτωση ήταν μία από τις πολλές, χωρίς να είναι σε θέση να συνδέσει την ανακάλυψη του Ντρου με τα αντικείμενα του σκανδάλου.
Ο Ντρου αντιλαμβανόταν την κατάσταση, αλλά είδε ότι κι η καθηγήτρια ήταν πολύ θυμωμένη για να δεχτεί εξηγήσεις: ήθελε μόνο εκδίκηση. Οπότε, άφησε τον Πρύτανη να προνοήσει για εκείνη.
Ο ΜακΚίντοκ πήρε μία έκφραση μεγάλης αποδοκιμασίας.