Είχεν όμως και άλλο τι να κηρύξη, ένα κήρυγμα πλέον παράδοξον και πλέον αυστηρόν, αλλά πλήρες ελπίδων· δι' εαυτόν δεν απήτει άλλο κύρος εκτός το του προδρόμου ενός άλλου· το βάπτισμά του το εθεώρει απλώς ως μύησιν εις την επικειμένην βασιλείαν των ουρανών. Όταν η πρεσβεία του Συνεδρίου, η εξ ιερέων και λευιτών το ηρώτησε τις ήτο, όταν όλος ο λαός διηρωτάτο ενδομύχως αν ήτο ο Χριστός, ο Ιωάννης ουδ' επί στιγμήν εδίστασε να είπη· ότι δεν ήτο ούτε ο Χριστός, ούτε ο Ηλίας, ούτε άλλος τις προφήτης. Ήτο «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», και ουδέν πλέον· αλλά μετ' αυτόν, – και ήτο τούτο η αναγγελία, ήτις συνεκλόνει βαθύτατα τας καρδίας τον ανθρώπων, – ήρχετο Είς, «ος έμπροσθεν μου γέγονε, ότι πρώτος μου ην» – Είς, ούτινος δεν ήτο ικανός, ίνα λύση τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού, – Είς, όστις δεν θα εβάπτιζεν εν ύδατι, αλλ' εν Πνεύματι Αγίω και Πυρί, – Είς, ου το πτύον ήτο εν τη χειρί αυτού, και όστις θα εκάθαιρε τελείως την άλωνα και θα συνήγε τον σίτον εις την αποθήκην αυτού, αλλά θα κατέκαιε το άχυρον πυρί ασβέστω. Η ώρα της αιφνιδίας ελεύσεως του από πολλού ονειροπολουμένου, του από αιώνων ποθητού Μεσσίου είχε σημάνει. Ήτο πλησίον των φοβερός, ήτο μεταξύ των, αλλά δεν τον εγνώριζον.
Ούτω, η μετάνοια και η βασιλεία τον ουρανών ήσαν τα δύο κυριώτερα σημεία του κηρύγματος αυτού, και μολονότι δεν ηξίου το βραβείον ουδενός θαύματος, εν τούτοις ενώ ηπείλει τιμωρίαν εις τους υποκριτάς και όλεθρον εις τους κακούς, υπέσχετο ωσαύτως άφεσιν αμαρτιών εις τους μετανοούντας και την βασιλείαν τον ουρανών εις τους αγνούς και τους αναμαρτήτους. Προς το κήρυγμα τούτο και προς το βάπτισμα, κατά το τριακοστόν έτος της ηλικίας του, προσήλθε και ο Ιησούς εκ της Γαλιλαίας. Ο Ιωάννης ήτο συγγενής του εξ αίματος, αλλ' αι περιστάσεις αι βιωτικαί τους είχαν χωρίσει τελείως. Ο Ιωάννης διήγαγε τον παιδικόν βίον αυτού εν τω οίκω του αγνού ιερέως, του πατρός του, εν τη πόλει Ιούτα, κατά την μεσημβρινήν εσχατιάν της χώρας του Ιούδα· ο Ιησούς είχε ζήσει εις πλήρη απομόνωσιν εν τω εργαστηρίω του τέκτονος, εις την κοιλάδα της Γαλιλαίας. Όταν ήλθε κατά πρώτον εις τας όχθας του Ιορδάνου, ο μέγας πρόδρομος, κατά την ιδίαν αυτού εμφαντικήν και δις επαναληφθείσαν μαρτυρίαν, δεν τον εγνώριζε. Και εν τούτοις, μολονότι ο Ιησούς δεν είχεν ακόμη αποκαλυφθή ως Μεσσίας εις τον μέγαν προφήτην, τον κηρύσσοντα την έλευσίν του, υπήρχε κάτι τι εις το βλέμμα του, κάτι τι εις το αναμάρτητον κάλλος των τρόπων του, κάτι τι εις το πάνδημον μεγαλείον της όψεώς του, όπερ είλκυσεν αμέσως την ψυχήν του Ιωάννου