Τούτο ήτο το πρώτον σημείον, ή το πρώτον θαύμα του Ιησού. Πόσον απλούν και πόσον θεσπεσίως γαλήνιον! Η μέθοδος του θαύματος, όπερ είναι πολύ θαυμασιώτερον από τας συνήθεις ιάσεις των αρρώστων, υπερβαίνει την ημετέραν κατάληψιν· και όμως δεν έγεινε με πομπήν ούτε με επίδειξιν. Υπήρξαν εις τας ημέρας ταύτας της απιστίας άνθρωποι οίτινες μωρώς και αλαζονικώς ηξίωσαν ότι ο Υιός του Θεού ώφειλε να κάμη τα θαύματά του ενώπιον σοφών και επιστημόνων, εάν ήθελε να Τον πιστεύσωμεν. Αλλά πρώτον ο Υιός του Θεού δεν έχει ανάγκην να Τον πιστεύσωμεν, κ' έπειτα οι σοφοί και επιστήμονες του κόσμου τούτου δεν είναι ως τίποτε ενώπιόν Του. Η δε πίστις των χριστιανών εις τον Υιόν του Θεού θα ήτο ακόμη ακλόνητος, και αν δεν είχεν ευδοκήσει να κάμη θαύματα, καθώς δεν έκαμεν ο Ιωάννης. Τα θαύματα του Χριστού υπήρξαν θαύματα απευθυνόμενα ουχί εις ψυχράν και λεπτολόγον περιεργίαν, αλλ' εις στέργουσαν και ταπεινήν πίστιν. Υπήρξαν τα σημεία της θείας αποστολής Του· αλλά το κυριώτερον τέρμα των ήτο η ανακούφισις των ανθρωπίνων κακοπαθειών, η ανάδειξις ιεράς τινος αληθείας, ή, ως εις την παρούσαν περίστασιν, η αύξησις της θεμιτής και αθώας χαράς. Έν αφανές χωρίον, πτωχικός γάμος, οικία πενιχρά, ταπεινών αγροτών ομήγυρις, παρέστησαν εις έν των μεγίστων δειγμάτων της θείας παντοδυναμίας.
Το θαύμα είνε θαύμα, και παραδεχόμενοι αυτό, αναγκαίως παραδεχόμεθα υπερφυές τι. Τι το όφελος, και πώς το θαύμα γίνεται καταληπτότερον, αν υποθέσωμεν μετά του Ολσχάουζεν ότι το γενόμενον ήτο επιτάχυνσις των ενεργειών της φύσεως; ή μετά του Νεάνδρου, ότι αι δυνάμεις του ύδατος εμαγνητίσθησαν προς τας του οίνου; οι μετά του Λάγγε, ότι αι δαιτυμόνες ήσαν εις κατάστασιν υπερφυσικής εξάρσεως; ή μετά του Μπάουρ, του Κάιμ και άλλων ότι το θαύμα ήτο κάπως μόνον παραπλήσιον, όχι πραγματικόν; Όσοι ευρίσκουν λυσιτελές να εκφέρουν τοιαύτας υποθέσεις, ας το κάμνουν· εις ημάς φαίνονται δυσμήχανοι και ανωφελείς. Ωφέλει τις να πιστεύη ή ν' απιστή· άλλον μέσον όρον δεν βλέπομεν. Η λέξις Φύσις ποίαν έννοιαν έχει, αν δεν εμπερικλείη την ιδέαν του δημιουργού της; Εάν απλώς αναγνωρίσωμεν το γεγονός, το οποίον μας διδάσκει η επιστήμη, ότι η απλουστάτη και στοιχειωδεστάτη ενέργεια των νόμων της φύσεως είνε ασυγκρίτως υπερτέρα της κατανοήσεως και της υψίστης νοημοσύνης μας· εάν μόνον πιστεύσωμεν ότι η πρόνοια του Θεού δεν είνε αφηρημένη ιδέα, αλλά ζώσα και φιλόστοργος μέριμνα υπέρ της ζωής του ανθρώπου· τέλος, εάν εισάπαξ πιστεύσωμεν ότι ο Χριστός ήτο ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, ο ελθών ίνα αποκαλύψη και φανερώση τον Πατέρα Του εις την ανθρωπότητα, τότε τίποτε δεν υπάρχει εις τα θαύματα τα ιστορούμενα εν τοις Ευαγγελείοις το οποίον να προσβάλη την πίστιν μας. Οφείλομεν να θεωρούμεν τα θαύματα του Χριστού ως πηγάζοντα απ' αυτήν την ύπαρξιν και την αποστολήν Του, φυσικώς και αφεύκτως, όπως αι ακτίνες από τον ήλιον