«Εις το Όρος Αδάρ συνήθροισεν ο Ιησούς τα παιδία ως αν ήτο Βασιλεύς των· έστρωσαν τα ενδύματά των εις το έδαφος, και εκάθησεν επ' αυτών. Τότε έθεσαν εις την κεφαλήν του στέμμα εξ ανθέων, και ωσάν ακόλουθοι ευλαβείς προ Βασιλέως, εστάθησαν εν τάξει προ αυτού δεξιόθεν και αριστερόθεν. Και τα παιδία συνελάμβανον διά της βίας οιονδήποτε διερχόμενον εκείθεν και εκραύγαζον προς αυτόν: «Ελθέ και προσκύνησον τον Βασιλέα, έπειτα εξακολούθησον τον δρόμον σου!»
Δεν είμαι εν τούτοις βέβαιος αν δεν αντιφάσκει προς την σιωπήν των Ευαγγελίων ακόμη και αυτή η χαριέσσα και απλοϊκή ιστορία· διότι, το παιδίον Ιησούς προπαρασκευάσθη διά το μέγα επί γης έργον του ησύχως και αφανώς, εν προσευχή και κατανύξει, εν τω μέσω των ηρέμων οικογενειακών ασχολιών του, – όπως ο Δαυίδ μεταξύ των ποιμνίων, όπως ο Ιερεμίας εις το ήσυχον σπήτι του εν Αναθώθ της γης Βενιαμίν, όπως ο Αμώς εις τα άλση τον συκομορεών της Θεκουέ. Η ζωή του η εξωτερική ήτο η ζωή όλων εκείνων οι οποίοι ήσαν της αυτής ηλικίας και είχον την αυτήν κοινωνικήν θέσιν. Έζη όπως έζων και τα άλλα παιδία των χωρικών εις εκείνην την φιλήσυχον κωμόπολιν. Εκείνος όστις είδε τα παιδία της Ναζαρέτ με τα ερυθρά των καφτάνια, και τους λαμπρούς χιτόνας των τους μεταξίνους ή μαλλίνους, ζωσμένα με τας ζώνας των τας πολυχρώμους, και κάποτε φέροντα και τα πλατέα επανωφόριά των τα κυανά ή λευκά, – εκείνος όστις παρηκολούθησε τας πολυθορύβους και φαιδράς παιδιάς των και ήκουσε τους αργυροήχους γέλωτάς των, εκεί όπου πλανώνται ανά τους λόφους της μικράς γενεθλίου κοιλάδος των, ή παίζουν καθ' ομίλους επί των κλιτύων παρά την γλυκείαν και άφθονον πηγήν των, – δύναται ίσως να σχηματίση ιδέαν τινά περί του πώς εφαίνετο και πώς έπαιζεν ο Ιησούς όταν ήτο και αυτός μικρόν παιδίον. Και ο περιηγητής όστις ηκολούθησεν όπως εγώ, μερικά εξ εκείνων των παιδίων εις τας απλοϊκάς οικίας