να δώση τέλος σ' αυτά τα βάσανά μου.
Όμως τι λέγω σου· όλα όσα μέλλονται γνωρίζω
ένα προς ένα κι αναπάντεχο κακό κανένα
δεν θα με πλήξη. Τα που η μοίρα έχει τάξει
πρέπει να δέχεται ατάραχα όποιος ξέρει
πως της ανάγκης η εξουσία ανίκητ' είναι.
Αλλ' ούτε να σιωπήσω κι' ούτε να μη σιωπήσω
τα δεινά μου αυτά δύναμαι, που για να δώσω
δώρα στους θνητούς ο άτυχος αυτά έχω πάθει.
Σαν κυνηγός μες σε κούφιο ξύλο επήρα
πηγή κλεμμένη της φωτιάς, αυτής που είναι κάθε τέχνης
διδάσκαλος στους θνητούς και ζωής τρόπος.
Τέτοιο της αμαρτίας μου αυτής πληρώνω
αντίποινο, σε τόπο ουρανοσκέπαστο δεμένος
μ' αλυσίδες. Όμως ποιος ήχος, τι οσμή έχει φθάσει
ως εδώ, αφανέρωτη πετώντας· τι να είναι
από θεούς ή από θνητούς ή μαζί κι' απ' τους δυο;
Τάχα κανείς στης γης την άκρη, σ' αυτόν το βράχο
ήρθε να ιδή τα βάσανά μου; ή τίποτε άλλο
ζητώντας ήρθε; Ιδέστε με θεό αλυσοδεμένο
τον άμοιρο που τόσο τον εχθρεύθη
ο Δίας κ' οι θεοί τον μίσησαν όλοι,
αυτοί που συχνά βρίσκονται στα δώματα του Δία,
για τη μεγάλη αγάπη που είχα στους ανθρώπους.
Αλλοί! τι φτερούγισμα πουλιών ακούω πάλι
κοντά μου; κι' ο αιθέρας γλυκά βουίζει
από ελαφρό φτερών αχό· μέσ' στην ψυχή μου
φόβο βάνει καθετί που εδώ ζυγώνει.
Μη φοβάσαι· φιλικό σου είναι
το πλήθος μας που με άμιλλα φτερών ανέβη
ως τον βράχο αυτό, μόλις έμαθε τη γνώμη
του πατέρα· και γοργόπνοες οι αύρες
μ' εξεπροβόδησαν, γιατί ο αχός του χτύπου
του σιδήρου ως τα έγκατα έφθασε των άντρων
των δικών μου κ' έδιωξε τη δειλή εντροπή μου
που μ' εσυγκρατούσε· κι' αδέσμευτα έτσι
στο φτερωτό μου άρμα χύμιξα για νάρθω.
Αλλοίμονό μου! κι' αλλοί!
ω βλαστοί εσείς της πολύτεκνης Τηθύος
και κόρες εκείνου που γυροφέρνει όλη
τη γη μ' ένα ανύπνωτο ρέμμα,
κόρες του Ωκεανού πατέρα,
αγναντεύτε με κ' ιδέστε με εδώ πέρα
με τι δεσμά καρφωμένος στου βράχου
τα πιο ακρινά γκρεμά εγώ μένω
φρουρός σε αζήλευτη φρουρά να στέκω.
Το βλέπω εγώ και καταχνιά στα μάτια
μεστή φόβου, πολυδάκρυτη, ω Προμηθέα,
μου ήρθε, όταν είδα στους βράχους τούτους
το κορμί σου να καρφώνεται σφιγμένο
στα δεσμά τ' αδαμάντινα, γιατί νέοι ηγεμόνες
την εξουσία του Ολύμπου έχουν και με νέους
νόμους ο Δίας παράνομα τώρα
εξουσιάζει, κι' ό,τι σεβαστό και μεγάλο
πριν ήτον, σε αφάνειαν άδοξη το ρίχνει.
Ω είθε στα έγκατα να μ' είχε πετάξει
της γης και στου Άδη του νεκροδέχτη
τον απέραντο Τάρταρο, με σκληρές αλυσίδες
δεμένον, π' ουδέ θεός ουδ' άλλος κανένας
να χαίρεται γι' αυτά εδώ τα δεινά μου!
Των ανέμων τώρα παιγνίδι έχω γίνει
και